Ειρήνη Παραδεισανού – Η Πόρτα του Δημήτρη Τσεκούρα

Από Nikos

Ειρήνη Παραδεισανού

Η Πόρτα του Δημήτρη Τσεκούρα

 

Η Πόρτα του Δημήτρη Τσεκούρα. Μια θαυμάσια αλληγορία για τον «ανοχύρωτο» άνθρωπο, αυτόν που «στα νεύρα του μπερδεύεται όλη η φύσις»(Στίχος από ποίημα του Κ. Καρυωτάκη). Αυτόν που ο αγαπημένος του Γιώργος Χειμωνάς ονόμασε «πένθους εραστή». Αλλά κι ένας τρόπος να μιλήσει για την ίδια την περιπέτεια της γραφής, όταν αυτή γίνεται προμηθεϊκή μοίρα που καρφώνει τον συγγραφέα στον Καύκασο. Μόνο που ο Καύκασος του Κλεό είναι οι άλλοι, οι τόσο αγαπημένοι αλλά και ανεξιχνίαστοι – γι’ αυτό και ξένοι- άλλοι που στέκουν ολόγυρα απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα του. Ο Κλεό αποφασίζει να βγάλει την πόρτα του σπιτιού του. Όλη η ιστορία ξεκινά από τον φόβο ότι ο επικείμενος θάνατός του, για τον οποίο έχει μια φρικιαστική βεβαιότητα, δεν θα γίνει αντιληπτός από κανέναν. Και αποφασίζει να αφήσει τον χώρο του- το διαμέρισμα «των δύο απέραντων δωματίων»- ανοχύρωτο. Η συνειδητή επιλογή του ανθρώπου αυτού είναι μία : Να ανοίξει τον εαυτό του στους άλλους. Γιατί το σπίτι του αντανακλά στον εαυτό του και ο εαυτός του στο σπίτι του.

«Una comedia humana», μια ανθρώπινη κωμωδία επιλέγει να δηλώσει εξαρχής ο συγγραφέας ότι είναι το έργο του, παρά το έντονο τραγικό υπόβαθρο της ιστορίας. Γι’ αυτό και υιοθετεί ένα ύφος παιγνιώδες, αυτοσαρκαστικό , αντιστεκόμενος στον καθωσπρεπισμό των «σοφολογιότατων» (Λέξη παρμένη από το έργο Διάλογος του Δ. Σολωμού) σχολαστικών φιλολόγων. Ενώ η λογοτεχνική του γλώσσα αποκαλύπτει- χωρίς όμως καμία έστω υπόνοια επίδειξης- ευρυμάθεια και στέρεη γνώση της ελληνικής γλώσσας, ο Δ. Τσεκούρας υπονομεύει με γενναιότητα αυτήν την ίδια τη σύλληψη της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας. Η σκηνή του ασανσέρ με τη γειτόνισσα, όπως και όλες του οι απολαυστικές παρεκβάσεις (έξοχες ,ένα ξεχωριστό σώμα μέσα στην αφηγηση) φανερώνουν έναν μαέστρο του λόγου, ο οποίος όμως στέκει ειρωνικά απέναντι στο ίδιο το όπλο του. Αρνείται να χωρίσει σε παραγράφους το πρώτο κεφάλαιο, αλλά με ανατρεπτική ματιά το δηλώνει με τη φράση «αλλαγή παραγράφου». Με υποδόρια ειρωνεία τορπιλίζει τη σοβαροφάνεια ενός κειμένου δομημένου εξωτερικά σε παραγράφους, οι οποίες όμως δε λένε τίποτε, δεν εισχωρούν στην ψίχα του λόγου, δε σημαίνουν. Αυτήν την ανατροπή την κάνει στο εισαγωγικό κεφάλαιο του έργου του με το αινιγματικό τίτλο :« ελάχιστα λόγια για την εξωτερική εμφάνιση..». Ο Κλεό, ο ήρωας της ιστορίας του, εξωτερικά μοιάζει με ζωγραφιά του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, αλλά θαυμάζει τον Ιερώνυμο Μποστ. Το βιβλίο ξεκινά με τη φράση : « Τίποτα δε με ευχαριστεί». Λες και το ανικανοποίητο προβάλλει ως προϋπόθεση της συγγραφικής περιπέτειας.

Αν θέλαμε να δώσουμε ένα μόνο χαρακτηριστικό του λογοτεχνικού ήρωα που αριστοτεχνικά πλάθει ο Δ. Τσεκούρας στην Πόρτα του, αυτό θα ήταν η αντίφαση. Ο Κλεό μοιάζει φτιαγμένος από ολωσδιόλου αντιφατικά υλικά .
• Ο Φόβος και η Αγωνία ότι ο Φόβος θα επανέλθει.
• Η μεγάλη αηδία του για όλα.
• Η πεποίθησή του ότι όλα είχαν φτάσει στο τέλος.
• Η τρυφερή ματιά του στα πράγματα.
• Η παιδικότητα που οι γύρω του εκλαμβάνουν ως αφέλεια.
• Η άνευ όρων παράδοσή του στη μαγεία του ανερμήνευτου.
• Η απόλυτη παράδοσή του στον Φόβο με τη λυτρωτική της δράση.
• Η εσωτερική καταβύθιση, μαζί όμως με την προκλητική έξοδο προς τους άλλους.
• Το γκρέμισμα κάθε βεβαιότητας.

Η εμμονή με το πρόσωπο σε αντιδιαστολή προς το προσωπείο, οι πολλαπλοί εαυτοί, ο άλλος ως καθρέπτης διατρέχουν το έργο.

«Παρατηρούσε το πρόσωπό τους να αλλάζει όψη, σαν να έλιωναν μπογιές από το πρόσωπό τους».
Ο ίδιος ο Κλεό αλλάζει όψη. ( Το πρόσωπο και ο καθρέπτης ).

Παράλληλα επιλέγεται το δίσημο, αλληγορικό ύφος και το παιγνίδι με την πολυσημία των λέξεων. Η Γλώσσα για τον Δημήτρη Τσεκούρα είναι ο τρόπος του να μιλήσει για το άρρητο. Η κάσα της πόρτας –το σπίτι που γίνεται τάφος και οδηγεί σε μια άλλη Ανάσταση- Ανάληψη. Ο Κλεό στο τέλος της ιστορίας πετάει.

 

Επαναλήψεις λέξεων συνειδητά επιλέγονται ως μια ρυθμική υπόμνηση ότι το καίριο κάποιες φορές οφείλει να μνημειώνεται εν είδει ρεφρέν στην ασθενή εκ φύσεως μνήμη των αναγνωστών. Μόνο που ακόμη πιο καίρια είναι ακριβώς η επίγνωση ότι τίποτα δεν αξίζει να παίρνει κανείς στα σοβαρά. Μέσα από την επανάληψη λέξεων που δηλώνουν αυτά τα ανούσια άψυχα πράγματα που σωρεύονται γύρω από τον Κλεό στοιχειώνοντάς τον ( τηλέφωνο, δουλειά) και που τελετουργικά και μεθοδικά διώχνει από πάνω του.

Ο αφηγητής από την αρχή συνδιαλλέγεται με τον δυνητικό αναγνώστη. Του κλείνει το μάτι με μια διανοητική ευφυία που εντυπωσιάζει, γιατί είναι ολότελα απροσποίητη. Η γλώσσα στην Πόρτα ρέει. Δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα ποτάμι που για καιρό έμεινε κλεισμένο σε φράγμα συγκεντρώνοντας ετερόκλητα ψήγματα λόγου κι όταν κάποτε το φράγμα έπεσε, με μια ελευθερία ορμητική ξεχύθηκε, παρασύροντάς στο πέρασμά του τα πάντα.

Από ένα σημείο και μετά, ο αφηγητής και ο κύριος ήρωας της αφήγησης, ο Κλεό, ταυτίζονται.( Έκδηλη η αυτοαναφορικότητα σε όλο το έργο ). Κι ενώ ταυτίζονται, ο συγγραφέας επιμένει στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, εμπλέκοντας τον ήρωα σε έναν ιδιότυπο διάλογο τόσο με τον αφηγητή όσο και με τον δυνητικό αναγνώστη.

Έξοχο δείγμα γραφής αυτό που τιτλοφορείται « ένα πολύ λυπητερό κεφάλαιο». Το κεφάλαιο αυτό κλείνει με την ανατρεπτική φράση : «… το επίγειο τέλος της αφήγησης». Τι υπονοεί αυτή η φράση; Ότι η ιστορία του Κλεό ( εξαρχής ο ήρωας, ο Κλεό συστήνεται στον αναγνώστη ως « ο άνθρωπος της ιστορίας μας» ) ίσως συνεχιστεί και σ’ έναν υπερβατικό χώρο, έναν μη χώρο έξω από την επίγεια σφαίρα. Το ανατρεπτικό τέλος της ιστορίας επιτείνει αυτήν την αίσθηση. Μια αίσθηση ότι ο λογοτεχνικός ήρωας του έργου αυτονομείται από ένα σημείο και μετά και αποκτά δική του Γλώσσα, επομένως και δική του Ζωή.

Κι αν αποτολμήσουμε έναν ορισμό της αυθεντικής λογοτεχνίας και του αυθεντικού λογοτεχνικού ήρωα είναι αυτός, ότι ο ήρωας στέκει πιο πάνω από το χέρι του δημιουργού του. Ο Δημήτρης Τσεκούρας στην Πόρτα καταφέρνει να πλάσει έναν τέτοιο λογοτεχνικό ήρωα και να μάς τον συστήσει με τρυφερότητα, οξυδέρκεια και ανατρεπτική ματιά. Την ανατρεπτική ματιά του ονείρου που σε αφήνει εμβρόντητο να αναρωτιέσαι αν αυτό που μόλις διάβασες ανήκει στη σφαίρα της πεζογραφίας, του φιλοσοφικού δοκιμίου ή της πεζόμορφης ποίησης. Η Πόρτα είναι ένα λογοτεχνικό έργο που αρνείται την ταξινόμηση. Αυτό και μόνο αρκεί, για να την κατατάξουμε στα αυθεντικά έργα της λογοτεχνίας.

Πηγή: περιοδικό Βακχικόν

 

 

You may also like

Leave a Comment