Λόλα Καραμπόλα – Το queer λογοτεχνικό διαμάντι της Ερωφίλης Κόκκαλη

Από Nikos

«Λόλα Καραμπόλα»:

Το queer λογοτεχνικό διαμάντι της Ερωφίλης Κόκκαλη

 

Συζήτηση με τον Θοδωρή Αντωνόπουλο για τη Lifo.

 

Η νεοεμφανιζόμενη συγγραφέας μας μιλά για το πρώτο της μυθιστόρημα, για τη ΛΟΑΤΚΙ+ και την τρανς συνθήκη, για επιθυμίες κι έρωτες, για τα διδάγματα του παρελθόντος και τις προκλήσεις του μέλλοντος.

 

«Όλ@ γνωρίζετε κάποια Λόλα. Λίγο ή πολύ, δεν έχει και τόση σημασία. Κάπου, κάπως, κάποτε τη συναντήσατε στη ζωή, κι αν όχι στη ζωή, σίγουρα τη συναντήσατε στα σχολικά βιβλία. Όλο και σε κάποια σελίδα την τρακάρατε…». Έτσι ξεκινά ένα από τα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου της Ερωφίλης Κόκκαλη η οποία, αφού ασχολήθηκε με την υποκριτική και το σενάριο, δοκιμάζει τώρα τις δυνάμεις της στη συγγραφή και συγκεκριμένα στο μυθιστόρημα.

 

Η «Λόλα Καραμπόλα» (εκδόσεις Έρμα) σε κερδίζει από την πρώτη σελίδα με την αμεσότητα, τη ζωντάνια, τις λογοτεχνικές αρετές αλλά και την οξυδέρκεια με την οποία περιγράφει πρόσωπα και καταστάσεις, «παντρεύοντας» θαυμάσια το προσωπικό με το πολιτικό στοιχείο, το προσωπικό βίωμα με τη μυθοπλασία και το πηγαίο χιούμορ με μια σκληρή, συχνά, πραγματικότητα.

 

Την Ερωφίλη τη γνώρισα πριν από χρόνια όταν ως μέλος της ομάδας Queer Trans συμμετείχε σε κάποια κινηματική εκδήλωση και με είχε εντυπωσιάσει εξαρχής ο λόγος, η καλλιέργεια αλλά και η θετική ενέργεια που αποπνέει − η συνεργασία της με τη Θετική Φωνή και το Athens Checkpoint σε διάφορα προγράμματα, από το Trans Healthcare Project ως το Πολιτικό Αρχείο για το HIV/AIDS, ήρθε ως φυσικό σχεδόν επακόλουθο.

 

Έχει παίξει στον μονόλογο του Γιάννη Κοντραφούρη «Όταν η Μέριλιν Μονρόε μένει μόνη της» σε σκηνοθεσία Πέμυς Ζούνη (2019), έχει γυρίσει μια DIY ταινία που παρουσιάστηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου («Corona», 2021), ήταν, επιπλέον, το πρώτο τρανς μοντέλο τηλεοπτικής διαφήμισης στην Ελλάδα (Dove, 2021).

 

«Για μένα έχει σημασία γενικά, ακόμα και αναστοχαστικά, αν θες, το πώς διεκδικούμε κάτι, είτε πρόκειται για την οικογένεια είτε για τη γειτονιά είτε για την κοινωνία. Αυτό π.χ. δεν πήγε καλά, εγώ άραγε το πήγα όσο καλύτερα μπορούσα; Το κλειδί, ξέρεις, για όλα αυτά είναι η αντοχή».

 

Ξεκινήσαμε να κουβεντιάζουμε για το πρώτο της συγγραφικό εγχείρημα και ανοιχτήκαμε σε διάφορες θεματικές: για το coming out, για την έννοια της οικογένειας, για τα βιώματα και τους ανθρώπους που μας καθόρισαν, για τη ΛΟΑΤΚΙ+ και την τρανς συνθήκη, για ζωές σε κατάσταση εξαίρεσης, για τέχνη και ακτιβισμό, για συντροφικότητα και αλληλεγγύη, για επιθυμίες κι έρωτες, για τα διδάγματα του παρελθόντος και τις προκλήσεις του μέλλοντος.

 

— Πώς και με ποια αφορμή «γεννήθηκε» η «Λόλα»; Είναι, θα λέγαμε, κάποιο alter ego σου;

Ο Δημήτρης Παπανικολάου, καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στην Οξφόρδη, μου είχε ζητήσει το ’21 να συμμετάσχω με ένα ελεύθερο γραπτό σε ένα ερευνητικό σεμινάριο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με θέμα «Σεξουαλικότητα, Πολιτειότητα, Δημόσια Σφαίρα: Τι μου έμαθε η οικογένεια».

 

Έκατσα λοιπόν κι έγραψα 3-4 σελίδες από το κεφάλαιο «Λόλα, να δύο φύλα» που περιλαμβάνεται και στο βιβλίο και τις διάβασα − αυτό είναι πράγματι το πιο βιογραφικό, ας πούμε, κομμάτι του βιβλίου που, ναι, έχει και τέτοια στοιχεία. Η μια γιαγιά μου ήταν όντως αριστερή, αντιστασιακή και μάλιστα έμεινε ένα διάστημα στο σπίτι της Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη, έναν δρόμο παρακάτω από το οποίο εντελώς συμπτωματικά ζω κι εγώ σήμερα, οι παππούδες μου επίσης έχουν πράγματι μικρασιάτικη καταγωγή, ωστόσο είναι κατά βάση μυθοπλασία.

 

Ε, μετά από εκείνη την εμπειρία κάτι συνέβη, κάτι «άνοιξε» μέσα μου και άρχισα να σκέφτομαι τι άλλο θα μπορούσα να γράψω, καθώς διαπίστωσα ότι η γραφή με πήρε λίγο μαζί της. Με την παρότρυνση λοιπόν του Δημήτρη, με τον οποίο συνεργαζόμαστε και στο Πολιτικό Αρχείο για το HIV/AIDS, μπήκα στη διαδικασία να ολοκληρώσω εκείνο που ξεκίνησα και έτσι προέκυψε η «Λόλα Καραμπόλα».

 

— Τι σου έμαθε, αλήθεια, η δική σου οικογένεια, τι αποκόμισες εσύ από την οικογενειακή σου εμπειρία και πώς την αποτιμάς;

Με τη βιολογική μου οικογένεια, τη μητέρα, τον πατέρα, τη μεγαλύτερη αδελφή και την ανιψιά μου, έχω μια πολύ ωραία και δυνατή σχέση, αγαπιόμαστε. Το τι μου έμαθε εμένα, τώρα, η οικογένεια χωρίζεται νομίζω ως ερώτημα σε δύο μέρη: το ένα αφορά τη βιολογική, όπως είπαμε, και το άλλο την οικογένεια με την ευρύτερη έννοια του όρου, τους ανθρώπους δηλαδή με τους οποίους εγώ επέλεξα να πορευόμαστε μαζί.

 

Ακόμα και στο βιβλίο μπορεί να δει κανείς ότι τα μέλη «κανονικών» οικογενειών έχουν παράλληλα κι άλλες «οικογενειακότητες» με άλλους ρόλους και θέση, είναι τελικά κάπως υποκειμενικό τι εννοεί κανείς οικογένεια.

 

— Ήταν βέβαια πολύ συνηθισμένο παλιότερα ειδικά για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, και πόσο μάλλον για τα τρανς άτομα, να δημιουργούν δικές τους «παράλληλες οικογένειες» γιατί αποτελούσαν φωτεινές εξαιρέσεις οι βιολογικές οικογένειες που τα αποδέχονταν – νομίζω πια έχει κάπως αλλάξει αυτό.

Κοίταξε, παρότι έχουμε πια μια πολύ καλή σχέση με τους δικούς μου, δεν είχα το προνόμιο να μεγαλώσω εξαρχής σε μια απελευθερωμένη οικογένεια, προφανώς δηλαδή η σχέση αυτή πέρασε και από κάποια δυσάρεστα στάδια – οι περισσότερες ιστορίες ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών έχουν κάποια κοινά σημεία, όπως και σημεία που διαφέρουν αρκετά, κι αυτά σχετίζονται όχι μόνο με την οικογένεια αλλά και με το πρόσωπο που στέκεται απέναντί της.

 

Για μένα έχει σημασία γενικά, ακόμα και αναστοχαστικά, αν θες, το πώς διεκδικούμε κάτι, είτε πρόκειται για την οικογένεια είτε για τη γειτονιά είτε για την κοινωνία. Αυτό π.χ. δεν πήγε καλά, εγώ άραγε το πήγα όσο καλύτερα μπορούσα; Το κλειδί, ξέρεις, για όλα αυτά είναι η αντοχή.

— Η αντοχή λες, ε;

Ναι. Τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, ώστε να μη χάσεις το κέντρο σου και ταυτόχρονα το δίκιο και τον εαυτό σου.

— Ξεχνάμε, ξέρεις, καμιά φορά ότι όσο δύσκολο φορτίο είναι για ένα ΛΟΑΤΚΙ+ και γενικότερα για ένα αλλιώτικο παιδί η διαφορετικότητά του, άλλο τόσο είναι και για τους γονείς του με βάση τα δικά τους δεδομένα, κι αυτό μόνο ωριμάζοντας το εκτιμά κανείς, όχι σε μια ηλικία που είναι «στα κάγκελα». Πολλές οικογενειακές σχέσεις σαν και τη δική μου, καλή ώρα, δεν θα δοκιμάζονταν τόσο αν υπήρχε εξαρχής αμοιβαία κατανόηση και ενσυναίσθηση.

Νομίζω ότι ωριμάζοντας και έχοντας ορθοποδήσει πια με τις δικές μας δυνάμεις μπορούμε όντως να δούμε μερικά πράγματα από μια θέση όπου τα πρόσωπα αυτά, ο πατέρας, η μητέρα, τα αδέλφια κ.λπ. δεν είναι μόνο οι βιολογικοί μας συγγενείς από τους οποίους έχουμε –και πρέπει να έχουμε– μεγάλες προσδοκίες. Ότι πέρα από αυτές τους τις ιδιότητες είναι ο Γιώργος, η Μαρία, ο Βασίλης, άνθρωποι που κουβαλάνε τη δική τους ζωή, το δικό τους περισσότερο ή λιγότερο βαρύ φορτίο, δεν είναι δηλαδή κάποιοι άνθρωποι που βρέθηκαν στον δρόμο μας με σκοπό να μας εμποδίσουν να βρούμε τον εαυτό μας, να μας βασανίσουν, να μας ταλαιπωρήσουν κ.λπ.

Αυτό ισχύει νομίζω για κάθε διαφωνία, είτε σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα και με την ταυτότητα φύλου είτε με τις σπουδές, τα μουσικά γούστα, το χρώμα των μαλλιών σου, οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αφορμή σύγκρουσης.

— Εσύ, Ερωφίλη, σε ποια ηλικία βγήκες προς τα έξω;
Θα έλεγα ότι πάντοτε ήμουν «out» γιατί πάντα ήμουν ένα queer παιδί και στο οικογενειακό μου και σε όποιο άλλο περιβάλλον υπήρχα. Αυτό συνέβαινε εντελώς συνειδητά σε σχέση με το πώς μπορούμε να το περιγράψουμε εμείς τώρα…

— Κάτι που νομίζω ότι συμβαίνει και με την κεντρική ηρωΐδα του βιβλίου σου.
Χμμ, ναι και όχι, με τη Λόλα Καραμπόλα έχουμε μεν ομοιότητες αλλά έχουμε και χαοτικές διαφορές, μιλάμε άλλωστε για ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο. Σημασία έχει ότι πάντοτε καταλάβαινα τη διαφορά και πάντα αναζητούσα εργαλεία στον δρόμο μου για το πώς αυτό δεν θα γίνει ποτέ επικίνδυνο για μένα. Αυτό, ναι, είναι πράγματι ένα κοινό που έχουμε με τη Λόλα και είναι για μένα μια στάση ζωής.

— Υπήρξε/υπάρχει και στη δική σου περίπτωση μια «παράλληλη οικογένεια»;
Ναι, κι αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνεσαι εκ των υστέρων γιατί η αρχική σκοπιμότητα είναι απλώς η φιλία, η επικοινωνία, η συντροφικότητα. Μια τέτοια περίπτωση είναι μια κολλητή φίλη με την οποία είμαστε μαζί από το γυμνάσιο. Είναι λοιπόν κάτι που το έχω μάθει και εκτιμήσει, χωρίς να υπάρχει κανείς ανταγωνισμός μέσα μου μεταξύ της παράλληλης και της βιολογικής μου οικογένειας. Πιστεύω ότι αν είμαστε εμείς καλά, αλληλοσυμπληρώνονται τέλεια μεταξύ τους.

— Το βιογραφικό σου στο «αυτί» του βιβλίου είναι υπερβολικά λιτό, ξέρω όμως ότι εκτός από το παρόν μυθιστόρημα έχεις δοκιμαστεί στο σενάριο και την υποκριτική, την οποία σπούδασες κιόλας.
Έτσι είναι, σπούδασα στον Ίασμο του Βασίλη Διαμαντόπουλου, στη Σχολή Βεάκη και στο Θέατρο των Αλλαγών.

— Την είχες δει σοβαρά δηλαδή την ηθοποιία.
Όχι, καθόλου. Δεν ήξερα ούτε τι ήθελα ούτε τι έψαχνα, αλλά μάλλον ήξερα πώς να το βρω – και νομίζω το βρήκα! Είναι ξέρεις λίγο περίεργο αλλά δεν είχα ακριβώς κατά νου ότι αποφοιτώντας πρέπει κάτι να κάνω, κάπου να παίξω κ.λπ. Ήθελα καταρχάς πάρα πολύ να διαβάσω, έβρισκα συγκλονιστική τη διαδικασία να αναλύουμε κείμενα του Τένεσι Ουίλιαμς, του Ζενέ, του Φασμπίντερ και τόσων άλλων σπουδαίων συγγραφέων.

Ειδικά ο Φασμπίντερ με μάγευε και ευτύχησα να έχω στις σχολές αυτές ως καθηγητές ανθρώπους που ήταν πολύ ανοιχτοί − μου είχαν δώσει, θυμάμαι, τον ρόλο της Ελβίρας στη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια» και αυτό έγινε αυτόματα, χωρίς καν να συζητηθεί.

Πολύ καλές συνεργασίες είχα κάνει με την Πέμυ Ζούνη, που υπήρξε κι αυτή δασκάλα μου. Όσο όμως ψαχνόμουν, αντιλήφθηκα ότι για μένα η γραφή είναι σημαντικότερη από την υποκριτική. Έπειτα δεν γίνονται πια και τόσες οντισιόν κάθε χρόνο, είναι περιορισμένες οι ευκαιρίες…

— Νομίζω για τα τρανς άτομα είναι ακόμα λιγότερες, κρίνοντας κι από το σκηνικό με το ανέβασμα της «Στρέλλας» στη Λυρική.
Δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με αυτή την υπόθεση, με στενοχώρησε όμως πολύ αυτό που έγινε με τον πρωταγωνιστικό ρόλο διότι υποτιμούσε τη νοημοσύνη πολλών ανθρώπων. Προσωπικά μπορώ να σεβαστώ κάποιον που θα πει εγώ αυτόν τον τρανς ρόλο θέλω να τον υποδυθεί ένας στρέιτ άνδρας, μια στρέιτ γυναίκα, μια drag queen ή ό,τι άλλο και που θα το υπερασπιστεί καλλιτεχνικά, όμως όλο αυτό το ότι τώρα θα γίνει έτσι και μετά αλλιώς, όχι, δεν είναι σοβαρή αντιμετώπιση. Δεν μου δίνει χαρά, δεν μου δίνει αγάπη, πώς να το πω. Και αν η κινηματογραφική «Στρέλλα» ήταν κάτι, ήταν φως.

Να πω, επιπλέον, ότι ακόμα και ο όρος «τρανς άτομο» δεν είναι πάντα εύστοχος γιατί και μέσα στις τρανς ταυτότητες υπάρχει πατριαρχία, όπως υπάρχει και μισογυνισμός. Έπειτα, τις τρανς γυναίκες ό,τι κι αν κάνουν, όσο κι αν διακριθούν, πάντα θα τις συνοδεύει η ταμπέλα της σεξεργασίας που θεωρείται αυτονόητη.

— Δεν είναι πάντως και παράλογο αυτό, αν σκεφτούμε ότι ήταν ουσιαστικά η μόνη διέξοδος επιβίωσης.
Πράγματι, το να μπορεί να βιοποριστεί μια τρανς γυναίκα χωρίς να καταφύγει αναγκαστικά εκεί είναι κάτι πολύ καινούργιο. Ακόμα κι όσες δεν έκαναν σεξεργασία απέφευγαν την ορατότητα για να αποφύγουν το στίγμα.

Εγώ πάλι, χωρίς να έχω πρόβλημα με αυτό εφόσον είναι επιλογή, δεν έγινα ούτε θέλω να γίνω σεξεργάτρια, αλλά παρά ταύτα, μέχρι και σε καλλιτεχνικές ή κινηματικές κουβέντες που μπορεί να κάνω με κάποιο άτομο, πάντα είναι από τα πρώτα που θα ακούσω.

— Έχεις ωστόσο εργαστεί ένα διάστημα στη Red Umbrella, μια δομή που απευθύνεται σε σεξεργάτριες και σεξεργάτες.
Όντως και ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, όμως η βασική μου ενασχόληση στη Θετική Φωνή, με την οποία συνεργάζομαι από το 2015, είναι στο Athens Checkpoint, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια τρέχουμε και το Trans Healthcare Project, ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την πρόσβαση των τρανς ατόμων στην υγεία. Κάπως έτσι κατάφερα να αποκτήσω μια ορατότητα έξω από τη σεξεργασία, κάτι που είναι και μια επιδίωξη της Θετικής Φωνής για τους τρανς ανθρώπους.

— Εκείνο που κυρίως ανέδειξε η «Στρέλλα» ήταν η βαθιά συντροφική, η αλληλέγγυα σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ τρανς ατόμων, παρά τα όσα πιθανόν τα χωρίζουν. Την τελευταία δεκαετία υπήρξε κιόλας, νομίζω, μια μεγάλη καμπή και στην Ελλάδα τόσο στο κομμάτι της αλληλεγγύης και της διεκδίκησης όσο και σε εκείνο της ορατότητας και της αποδοχής, ήταν σαν να άνοιξε ένα παράθυρο.
Ο ανταγωνισμός που υπήρχε ανάμεσα στις τρανς γυναίκες σχετιζόταν σίγουρα πολύ με την πιάτσα, με τη σεξεργασία δηλαδή, που ήταν, όπως είπαμε, κανόνας. Ναι, την έζησα τη φάση που λες γιατί από το ’12 είχα ενταχθεί στην ομάδα Queer Trans, συνέβαινε μάλιστα τότε να υπάρχουν δύο τρανς οργανώσεις, που διέφεραν κιόλας πολύ μεταξύ τους, εμείς και το ΣΥΔ…

 

— Σε θυμάμαι την εποχή εκείνη να συμμετέχεις στο πάνελ κάποιας κινηματικής εκδήλωσης και με είχε εντυπωσιάσει, ομολογώ, ο λόγος σου.
Να ’σαι καλά. Είχα μιλήσει ως μέλος των Queer Trans σε πολλές εκδηλώσεις, σε κοινωνικούς χώρους, σε επιχειρήσεις, στο πανεπιστήμιο επίσης. Θυμάμαι έντονα αυτή την εποχή γιατί επιπλέον καταλάβαινα ότι κάτι πρόκειται να μετατοπιστεί, να ανοίξει, όσον αφορά την τρανς ορατότητα. Οι εβδομαδιαίες συνελεύσεις που κάναμε ήταν ανοικτές, όποιος ήθελε ερχόταν, και συχνά ξημερωνόμασταν συζητώντας από τον καπιταλισμό, την πατριαρχία και τον τρανσφεμινισμό μέχρι για βαφές μαλλιών και θεραπείες λέιζερ!

Σημασία έχει βέβαια τι μένει από όλα αυτά. Οι πιάτσες όπου δούλευαν οι τρανς γυναίκες έχουν αδειάσει και δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει κάτι για το πώς επιβιώνουν αυτές οι γυναίκες.

Μπορεί βέβαια πλέον να ασκούν τη σεξεργασία αλλιώς, μέσα από αγγελίες, ιντερνετικές εφαρμογές κ.λπ., το βέβαιο όμως είναι ότι οι απανωτές κρίσεις δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα σε ανθρώπους που δεν μπορούν ή δεν τους δίνονται οι δυνατότητες να βιοποριστούν αλλιώς.

Αναφορικά, πάντως, με την αλληλεγγύη, πιστεύω ότι πάντοτε υπήρχε, άσχετα με τους καβγάδες και τα ξεμαλλιάσματα, απλώς τώρα οι κρίσεις την ανάγκασαν να φανεί. Μπορεί δηλαδή στην πιάτσα, εκεί στις 12 με 5 το πρωί, να ήταν ανταγωνιστικές, να κράζονταν και τέτοια, στα δύσκολα όμως στέκονταν η μία στην άλλη.

Υπήρχε πράγματι, όπως ακούω κι από μεγαλύτερες τρανς γυναίκες, αυτή η οικογενειακότητα που είδαμε στη «Στρέλλα», αλλά ήταν ίσως κρυμμένη πίσω από τις αναλογίες της πιάτσας. Διαφορετικά δεν θα έγραφε ένα τέτοιο σενάριο ο Ευαγγελίδης, που έχει ζήσει εκείνες τις εποχές, ούτε θα έστεκε ο ρόλος της Μπέττυς. Δεν επρόκειτο δηλαδή για κάποια εξωραϊσμένη κατάσταση αλλά για μιαν αλήθεια.

— Πόσο νομίζεις ότι έχει βοηθήσει η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου;
Κοίτα, προσωπικά δεν συμμερίζομαι τους πανηγυρισμούς που συνόδευσαν τη θεσμοθέτησή της. Δεν ήταν ένας νόμος φροντιστικός, προνοιακός, ούτε καν φιλανθρωπικός, έδωσε απλώς και δίνει χρήματα σε δικηγόρους. Χρήματα, μάλιστα, από μια κοινωνική ομάδα που όλοι γνωρίζουν ότι βιώνει τεράστιους αποκλεισμούς στην εκπαίδευση, την εργασία, την υγεία ακόμα.

— Δεν ήταν δηλαδή, πιστεύεις, ούτε καν ένα έστω ατελές θετικό βήμα;
Το να αναγκάσεις ένα πρόσωπο το οποίο έχεις ουσιαστικά αποκλείσει από τη μόρφωση και την επαγγελματική σταδιοδρομία να βρει 1.500 ευρώ ώστε να γράψεις σε ένα δελτίο ταυτότητας το όνομα με το οποίο αυτοπροσδιορίζεται δεν το βρίσκω ατελές αλλά απάνθρωπο. Κοροϊδία. Υπόψη, δε, ότι αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές κοστοβόρες ανάγκες που μπορεί να έχει ένα τρανς άτομο στη φυλομετάβασή του. Βάλε μέσα παθολόγους, ενδοκρινολόγους, τα άτομα εκείνα που πιθανόν χρειάζονται ψυχοθεραπεία… ήμουν ξέρεις κι εγώ σε μια από τις συναντήσεις που έγιναν στο υπουργείο για τη ΝΑΤΦ και απογοητεύτηκα βλέποντας ότι δεν μπήκε καν κάποιο εισοδηματικό κριτήριο για το ποσό που απαιτεί η αλλαγή εγγράφων.

— Εσύ ποια πιστεύεις ότι θα έπρεπε να είναι τα κύρια αιτήματα της τρανς κοινότητας;
Καταρχάς η εξασφάλιση της απρόσκοπτης πρόσβασης στην υγεία, την παιδεία και την εργασία, πεδία όπου γίνονται φρικτά εγκλήματα σε βάρος των τρανς ανθρώπων. Εγκλήματα που είναι γραμμένα και στα βιβλία τρανς ανθρώπων, όπως της Μπέττυς.

Γράφει, π.χ., κάπου για την ηλικία στην οποία αναγκάστηκε να φύγει από την οικογένειά της. Μια αδιανόητη ηλικία για να εγκαταλείψεις το σπίτι, το σχολείο και τον τόπο σου. Μπορούμε άραγε να αναλογιστούμε τι σημαίνει αυτό και πόσες έχουν βρεθεί σε παρόμοια θέση; Και ναι μεν η Μπέττυ επιβίωσε και μπράβο της, έγραψε ιστορία και είναι αξιοθαύμαστη, πόσες ακόμα όμως που δεν είχαν ή δεν ανέπτυξαν ανάλογα χαρίσματα δεν τα κατάφεραν; Δεν ήταν ούτε και είναι εύκολα τα πράγματα, μη γελιόμαστε, το ότι είδαμε, π.χ., μια τρανς ύπαρξη σε κάποια εμπορική διαφήμιση δεν σημαίνει ότι όλα έφτιαξαν.

Το κυριότερο είναι η υγεία, δεν φαντάζεσαι τι έχουμε ακούσει στο πρόγραμμα για τις τρανς γυναίκες που τρέχουμε στη Θετική Φωνή – δεν μιλάμε μόνο για αποκλεισμούς και διακρίσεις αλλά για μια εκτεταμένη μαύρη αγορά σε βάρος μας. Υπάρχουν γιατροί που ζητάνε «μαύρα» για την οποιαδήποτε επέμβαση, με τις τρανς γυναίκες αυτό συμβαίνει κατά κόρον, χωρίς καμία εγγύηση, συχνά μάλιστα χωρίς να τις καλύπτει οποιαδήποτε ασφάλεια.

Άσε τι γίνεται στο κομμάτι της ψυχικής υγείας – δες τι έγινε με τη Δήμητρα της Λέσβου, που τη βγάλανε ότι δεν είχε σώας τας φρένας και την κλείσανε σε ψυχιατρείο στην Αθήνα. Από όπου και δραπέτευσε, με αποτέλεσμα την τραγική της κατάληξη… Αυτά βλέπεις και λες, πόσο αλλάξανε αλήθεια τα πράγματα; Καλά είναι τα Pride, δεν λέω, η περηφάνεια όπως και το πένθος είναι μεν πολύ προσωπικά ζητήματα αλλά μπορεί ταυτόχρονα να είναι κοινοτικά, όμως τα ζητούμενα στην καθημερινότητα είναι άλλα.

Ζούμε, έπειτα, μια περίοδο όπου ο ερωτισμός είναι κι αυτός ζητούμενο καθώς έχει μετατραπεί σε ένα ακόμα καταναλωτικό προϊόν − το ΛΟΑΤΚΙ+ υποκείμενο ως μια ακόμα «ομάδα κοινού». Έτσι όμως εξανεμίζεται η καύλα.

— Ο έρωτας και ο ερωτισμός έχουν, θαρρώ, εμπορικοποιηθεί γενικότερα, όχι;
Σίγουρα αφορά πια και τον στρέιτ κόσμο αυτή η συνθήκη, όμως ο γκέι κόσμος έπαιζε πάντα με έναν άλλο, πιο ιδιαίτερο τρόπο στον ερωτικό τομέα και η μετάβαση από εκείνη την έστω κρυφή και καταπιεσμένη καύλα στη σημερινή κατάσταση που είναι όχι πια η καύλα καθαυτή αλλά η κατανάλωσή της, ε, είναι κάπως. Φαντάσου τώρα τι ψυχισμό καλλιεργούν τα νέα παιδιά που βρίσκουν κατευθείαν αυτό μπροστά τους, που δεν έχουν ιδέα ή δεν τολμούν να σκεφτούν πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνεται.

Αν και τελικά πιστεύω ότι και τα βιώματα αυτά μπορεί να λειτουργήσουν εποικοδομητικά στο πολιτικό πεδίο αναφορικά με τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα − οι εποχές και οι τρόποι αλλάζουν και η λύση δεν είναι να πεις «α, εμένα μου αρέσει περισσότερο όπως γινόταν παλιά» ή, αντίστοιχα, «όπως γίνεται τώρα», αλλά να βρεις τα σημεία επαφής, να θέσεις νέους προβληματισμούς, να ανοίξεις καινούργιους διαλόγους.

— Οι δικές σου επιθυμίες, τα δικά σου σχέδια για το προσεχές μέλλον;
Θέλω καταρχάς να δω πώς θα πάει η «Λόλα Καραμπόλα» γιατί τη βλέπω ως το πρώτο μου βιβλίο και με ενδιαφέρει πολύ να καταφέρω να επικοινωνήσω μέσω αυτού κάποιους προβληματισμούς μου.

Θα συνεχίσω τη δουλειά μου με τη Θετική Φωνή, ετοιμάζουμε έπειτα ένα καινούργιο ντοκιμαντέρ με την ομάδα της Πάολας πάνω ακριβώς στην ερωτική επιθυμία − μια δουλειά που θα εστιάζει μεν απόλυτα στο σήμερα αλλά θα τοποθετείται ταυτόχρονα σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Και είμαι φυσικά ανοικτή σε οτιδήποτε άλλο ενδιαφέρον μπορεί να προκύψει.

 

Πηγή: Lifo

 

 

You may also like