Σάββας Κοκκινίδης
Λόλα Καραμπόλα, ένα αλλιώτικο παιδί
Πρώτο μυθιστόρημα της ηθοποιού και ακτιβίστριας Ερωφίλης Κόκκαλη, η «Λόλα Καραμπόλα» (Εκδόσεις Έρμα, 2022) συμπνέει ανάερα με τη δραματική καθήλωση που συνέστησε ένα σημαντικότατο ρεύμα ελληνικής μεταπολεμικής πεζογραφίας· η σκιαγράφηση ανθρώπινων τύπων υπό συνθήκες μιας «κληρωτής» καταπίεσης και βίας (ταξικής, πολιτικής, σεξουαλικής και έμφυλης), η αποστολή της αφήγησης να ξεδιαλύνει στα ατομικά βάσανα και αμαρτίες τα κρίματα ενός ολόκληρου κόσμου και μιας καθολικής ευθύνης, η κλασική, ουσιαστικά, πρόσληψη της μοίρας των ζωντανών και περασμένων, με τις ηρωικές υποκειμενικότητές τους ν’ αντιμάχονται βουλές που ερίζουν πανταχού εις βάρος τους.
Η μικρή Λόλα, πρωταγωνιστικό προσωπείο του βιβλίου, διατρέχει μια λιγόλογη, παρατηρητική μα πλήρη εσωτερικών διαβαθμίσεων ζωή στο ξεχαρβαλιασμένο και πολύτροπο περιβάλλον της· το βιβλίο σκηνογραφείται στις μεταπολιτευτικές εργατικές κατοικίες των προλετάριων Αθηνών, επιγόνισσες των ξεριζωμένων και απόκληρων πληθυσμών της Κατοχής, του Εμφυλίου, του Μεσοπολέμου. Η Λόλα μπαίνει από τα γεννοφάσκια της στο στόχαστρο μιας διαρκούς και άφευκτης σχεδόν επιθετικότητας από τον περίγυρό της, τονισμένης από το γεγονός της αυθόρμητης και εμπνευσμένης της παράβασης των έμφυλων προτύπων και κανόνων. Ένα παιδί καθορισμένο ως αγόρι, που δεν συμμορφώνεται και δεν αυτοκαθορίζεται ως τέτοιο, που φέρεται ως κορίτσι, ή ως τ’ οτιδήποτε διαφορετικό του έξωθεν, επιβεβλημένου καθορισμού της, που μέλλει ν’ αντικρίσει όλες τις νουθεσίες και τις επιπλήξεις του ενήλικου και συμβιβασμένου κόσμου υπό το έξτρα πρίσμα μιας ριζικής, γι’ αυτούς, διαφορετικότητας: της αθέτησης του απαράλλακτου του φύλου.
Η Λόλα κυκλώνεται από έναν ορμητικό, ολοζώντανο μα όμως ασταθή και τσακισμένο χώρο. Οι κομμουνιστές γιαγιά και παππούς της εμφύλιας ήττας παραστέκουν και επιζούν τραυμάτων που δεν έχουν ακόμη διόλου επουλώσει, η αλαφιασμένη, οξύτονη μητέρα προσπαθεί εν πάση να επιβιώσει εντός των θεμελίων της σ’ έναν κατατρεγμένο και βασανιστικό γάμο, ο εργατικός περίγυρος (ενηλίκων, δασκάλων, συμμαθητών και περιπλανωμένων) πάσχει από αναμπουμπούλες και δυστυχήματα μέσα στα δόκανα μιας αλύπητης συνήθως κοινωνίας.
[…] Η Λόλα Καραμπόλα παρατηρούσε από απόσταση ασφαλείας τη θεατρικότητα με την οποία η Φωφώ περιέγραφε τα τραγικά γεγονότα και προσπαθούσε με κόπο να πνίξει το γέλιο της, ενώ παράλληλα, με τις άκρες των νυχιών της, ξεσφήνωνε μερικούς κόκκους σουσαμιού από τη σχισμή ανάμεσα στις σελίδες της εγκυκλοπαίδειας. Η αρπαγή του Γανυμήδη από τον Δία τής είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον και δεν θα ξεκολλούσε από τη σελίδα αυτή μέχρι να παρατηρούσε και την παραμικρή λεπτομέρεια και να εξαφάνιζε κάθε κόκκο σουσαμιού.
«Και τον βουτάω από τη φράντζα τον μικρο…»
«Ποιον μικρό, μωρή, τον δικό σου ή τον άλλονα;» Η Τέτα βούτηξε ένα πτι φουρ στον ελληνικό και το ρούφηξε λαίμαργα πριν της τρέξει και λερωθεί.
«Τον δικό μου, τον δικό μου», απάντησε καθησυχαστικά η Φωφώ και έριξε μια ματιά στην κούπα του καφέ με την υποψία ότι έπεσα μέσα στάχτη. «Πάλι καλά τη γλίτωσα τη δηλητηρίαση», είπε και αμέσως μετά έριξε μια ματιά στη Λόλα, η οποία, από τη στιγμή που κατάλαβε ότι η αφήγηση της Φωφώς Σανέλ θα επικεντρωθεί σε εκείνη, αποφάσισε πως είναι ασφαλέστερο να παραμείνει αθόρυβη και αόρατη, αφοσιωμένη στη μελέτη της αρπαγής του Γανυμήδη.
«Μωρή τρελή, μέσα στη μέση του δρόμου το έδειρες το παιδί; Ε, δεν είσαι στα καλά σου». Η Φωφώ Σανέλ σηκώθηκε για να κλείσει ακόμα λίγο τη συρόμενη πόρτα της κουζίνας και χαμήλωσε επιτούτου τον τόνο της φωνής της. “Πού είσαι τόση ώρα, βρε τομάρι;”, του λέω. “Κλέφτης θα γίνεις; Τι έκανες εκεί μέσα χωμένος με τον Αλβανό;” “Τσίσα κάναμε, καλέ κυρία Φωφώ, δεν κάναμε τίποτα”, μου απάντησε ο άλλος».
Ο άλλος ήταν ο Άρι Σιπτάρι, ένα αγόρι έξι χρόνια μεγαλύτερο από τη Λόλα, που είχε έρθει με την οικογένειά του από την Αλβανία, οδηγούσε μηχανάκι, έπαιζε ποδόσφαιρο, ξεχνούσε να πάει στο γυμνάσιο και έκανε μεροκάματα στου μπαρμπα-Μήτσου.
«Καλέ, τι τσίσα, με τόσα παγωτά τσιρλιό θα τους έπιασε, άπαπα…» ξεκαρδίστηκε και σταυροκοπήθηκε η Τέτα Βεντέτα. «Σε καλό να μας βγει, μωρή Φωφώ».
Η εναργέστατη υφολογία των διαλόγων που συρράφει ολόκληρο το μυθιστόρημα, από τη μικρασιάτικη συμπύκνωση των ιδιολέκτων της οικογένειας και του περιβάλλοντος της Λόλας, έως τις ατακαδόρικες, παροιμιώδεις και καλιαρντές πινελιές και νύξεις της φτωχοδιάβολης Αθήνας που την περιγυρίζει, αποτελούν κάποιες από τις ευφορικότερες στιγμές της ανάγνωσης. Οι χαρακτήρες είναι εμβαπτισμένοι στον λόγο τους, δεν τους ξεφεύγει τελεία, αποσιώπηση, κραυγή ή θαυμαστικό, κι ολόκληρο το βιβλίο στιγματίζεται από τους ανεπανάληπτους ποιητές και ποιήτριες της πιάτσας των περιχώρων του. Πράγμα που αποτελεί, πράγματι, και μία από τις εκλεκτικότερες συνάφειες της σύνθεσης της Κόκκαλη με το Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή, μαζί φυσικά με την ιχνογράφηση των συνθηκών της γυναικείας εμπειρίας εντός της πατριαρχίας:
Η Φωφώ αποτελούσε αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της πλειονότητας των παντρεμένων γυναικών – και όχι μόνο. Οι περισσότερες σύντροφοι, αδερφές, φιλενάδες, εργαζόμενες και ούτω καθεξής ανέχονταν τη σωματική βία στις σχέσεις ως προέκταση μιας αρρωστημένης κτητικότητας που ερμηνεύεται ως αγάπη εντελώς συμφεροντολογικά. […]
Η αφηγηματική φωνή δεν είναι πάντοτε τόσο ρητή και δεικτική, κι ένα πλήθος συμβόλων και νοηματοδοτημένων βιωμάτων ενδύει τις ζωές των χαρακτήρων ώστε αυτά ν’ απορροφούνται και να γίνονται, εν τέλει, μέρος των εσωτερικών ρυθμών και της φαντασίας τους. Η λιχουδιά του παγωτού, που εκκινεί και κλείνει το μυθιστόρημα, είναι μια γεύση ελευθερίας μέσα στη δίωξη και επίβλεψη των ενηλίκων, μια κυνηγημένη μα και απολύτως αρμοστή επιθυμία των αληθινών προσωπικοτήτων που αντιπαλεύουν μέσα στα ξένα τους δεσμά.
Η Λόλα δεν σταματά ν’ αναζητεί (και να αισθάνεται) το ένδον θάμβος της ελευθερίας και ιδιοσυστασίας της, τρομάζει και βάλλεται χωρίς ποτέ να χάνει τη χάρη και και την παρορμητικότητα του πάθους της προς τη ζωή. Ελάχιστα, έως κανένα, είναι τα βάρη που της επικρέμανται δίχως να μπορούμε στις αντιφάσεις τους να δούμε, και να εισακούσουμε πολύ καθαρά, τις ίδιες αντιφάσεις που πληγώνουν κι αιωρούνται αναμεταξύ των τόσο γνώριμων ανησυχιών προς τις οποίες βαδίζουμε, άλλοι κατά μέτωπο και άλλοι πλαγιόθεν, όταν ο λόγος και το βήμα λαχαίνει στη δική μας θέση.
Πηγή: Περιοδικό Ο Αναγνώστης