Λίνα Πανταλέων
Άσωτοι Λόγοι
Μολονότι ο λυπημένος πάστορας Βογκ συντροφεύει διακριτικά τους ενοίκους του παράξενου κόσμου του Δημήτρη Τσεκούρα, κανένα έλεος και καμία πρόνοια δεν τους φυλάσσει. Ισως επειδή στο πρώτο κιόλας διήγημα ο πάστορας νίπτει τας χείρας του. Ηταν πολύ βρώμικα τα χέρια του, μέχρι που αίφνης εξαφανίστηκαν. Οι παλάμες του χάθηκαν από ακατάσχετη αιμορραγία. Ενα αιμάτινο επεισόδιο πλήττει τον πάστορα και στο καταληκτικό πεζό, καθώς ξεπλένει στον νιπτήρα ένα πελώριο κόκκινο κουβάρι. Το κουβάρι ξετυλίχτηκε και μια κόκκινη κλωστή στραγγάλισε τα ακάθαρτα χέρια του μέχρι τον αγκώνα. Ηταν τόσο κόκκινη, «που από πολύ κοντά φαινόταν πλέον μαύρη». Σαν το αίμα που κάποτε είχε βάψει τον νιπτήρα. «Κανένα κόκκινο δεν είναι παίξε γέλασε» και όλα είναι «ένα διηνεκές κουβάρι».
Οι ήρωες του Τσεκούρα εγκαταβιώνουν σε έναν άθλιο, αποκρουστικό κόσμο. Η δυσφορία τους για ό,τι τους περιβάλλει αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. Αλλά και ό,τι τους περιβάλλει αγγίζει τα όρια της ακραίας ασχήμιας. Βασικό σύμπτωμα της ακαλαίσθητης κακοδαιμονίας που μαίνεται γύρω τους είναι οι βαριές γλωσσικές διαταραχές. Οπως συλλογίζεται ένας αφηγητής, «η ανθρώπινη φύση πάσχει από έλλειψη σοβαρότητας, σοβαρότητα είναι να λαμβάνεις υπόψιν σου τη Γλώσσα». Στην πόλη Μπρικ, για παράδειγμα, οι κάτοικοι σπανίως μιλούν, καθώς όλη μέρα μασουλούν. Αυτή η αηδιαστική κακοφωνία είχε υποκαταστήσει τον ορθό λόγο. Η ίδια ηχητική υπόκρουση αντηχεί και στο διήγημα «Ανήμερα του Πάσχα». Το οικογενειακό τραπέζι κατακλύζεται από ανόητα λόγια και «ανεγκέφαλα χαχανητά», τα οποία καταπαύουν με την εμφάνιση του γλυκού. Η οχλοβοή από έπεα πτερόεντα βούλιαξε στους βορβορυγμούς των μπουκωμένων στομάτων.
Αποθέωση της λεκτικής κουφότητας συνιστά το διήγημα «Πού να στα λέω, Μπέλα μου!», ενώ από παθολογική λογοδιάρροια πάσχει και ο Αρχηγός στο ομώνυμο διήγημα. Η υπόθεση, άγνωστο ποια, που είχε επωμιστεί ήταν πλέον μια τελειωμένη υπόθεση, το πράγμα δεν έβγαζε πουθενά, και έτσι «η μόνη λογική συμβουλή» που είχε να δώσει στους υπηκόους του ήταν να αλληλοσκοτωθούν κατά το δυνατόν συντομότερα. «Ποια είναι η Σημασία, ποια είναι η Σημασία, ποια είναι η Σημασία;» αναρωτιέται ένας άντρας ενώπιον ενός ψυχιάτρου. Ανίατα ανορθολογικός και ανεπανόρθωτα απελπισμένος, αδυνατεί να αντιληφθεί πως κάθε απόπειρα εκλογίκευσης τον έσπρωχνε βαθύτερα στην παράνοια. Τρομερή υπαρξιακή δίνη συνταράσσει ένα ζωύφιο στο καλύτερο πεζό της συλλογής. Συντριπτικά τρομαγμένο από έναν κόκκο άμμου, το ζωύφιο συγκλονίζεται από το κατεξοχήν ανθρώπινο δράμα, την επίγνωση του θανάτου. Ο ορθολογισμός του υψιπέτη παρατηρητή αποδεικνύεται τελικά εξίσου φθαρτός με την άλογη φύση του ζωυφίου.
Από τις εντυπώσεις μου δεν θα μπορούσε να λείπει το «Sniffing», όπου υπάρχουν τέσσερις σελίδες που αποτυπώνουν συνταρακτικά την αγωνία της αϋπνίας. Και εδώ ο Τσεκούρας χειρίζεται γλωσσικά έναν αποσαθρωμένο, ναρκοληπτικό λόγο. Καθώς η αϋπνία κατακερματίζει τη σκέψη, «γίνεται μια απίστευτη συνεύρεση σκέψεων, μια συνουσία σκέψεων», το άγρυπνο σώμα διαρρηγνύεται από θραύσματα μνήμης και μένει ακοίμητο, ενόσω το ξεκουφαίνουν όσα νόμιζε πως λησμόνησε, διότι «η αϋπνία μεταφέρει με τη σιωπή της τους πιο παλαιούς ψιθύρους» «ο πιο αδιαπραγμάτευτος όρος της αϋπνίας είναι η εκταφή των πάντων».
Η αιρετική οπτική αποκαλύπτει την απέραντη πολυσημία του καθημερινού, το οποίο μέσα από την αριστοτεχνική χρήση της ανοικείωσης μεταμορφώνεται σε άλογο, άτοπο και άξενο. Εν ολίγοις, ο συγγραφέας έχει την τέχνη να υποδέχεται στη μυθοπλασία του το τέρας της διπλανής πόρτας και να του δίνει φωνή.
Πηγή: εφημερίδα Η Καθημερινή (21/2/2021)