Φιλήμονας Πατσάκης
Τρομερά ορθάνοιχτο σπίτι
Τι είναι η «Πόρτα»; Καθώς θα το διαβάζετε θα διερωτάστε: είναι ένα βιβλίο λογοτεχνίας, ένα δοκίμιο; Ενώ έχει σαφώς πολλά στοιχεία στοχασμού που μας πηγαίνουν προς το δοκίμιο, όταν κλείσεις και την τελευταία σελίδα ξέρεις πως είναι πρώτα απ’ όλα λογοτεχνία. Το λογοτεχνικό αυτό κείμενο πατά γερά σε αναγνώσματα κλασικά, σε γραφές στιβαρές, σε αναζητήσεις βαθιές και τόσο σύγχρονες. Σκέφτεται πάνω σε έννοιες όπως η ελευθερία (βρείτε αυτό το κομμάτι, είναι πραγματικά πολύ καλό). Ενα από τα βασικά σημεία του βιβλίου είναι αυτή καθαυτή η γραφή, αυτή καθαυτή η ανάγνωση.
Οσοι από εσάς πληροίτε τις προϋποθέσεις που θέτει ο Δημήτρης από την αρχή, θα απολαύσετε την περιγραφή των πελώριων δωματίων του και ιδιαίτερα της βιβλιοθήκης στην οποία ο Ντοστογιέφσκι προσδιορίζει το ράφι που βγάζει φως. Οι βιβλιοθήκες, θα μας πει, είναι δέντρα που ποτέ δεν ξέρεις πού θα φτάσουν (ω! μα μου αρέσει τόσο πολύ αυτή η ερώτηση).
Ο Τσεκούρας μάς παραθέτει ένα κείμενο φαινομενικής αδιαφορίας για όλους μας, στο οποίο με μαεστρία μας εμπλέκει. Εχουμε έναν ιδιότυπο πρόλογο και έναν ακόμα πιο ιδιότυπο επίλογο. Στον πρόλογο αντιλαμβανόμαστε ότι το γέλιο θα είναι συστατικό στοιχείο της ανάγνωσης. Μια διάχυτη ειρωνεία που ζητά τον αναστοχασμό και λειτουργεί ως σημείο αναφοράς στην αποσυμφόρηση της αδυναμίας της λογικής του ήρωα της ιστορίας μας να ερμηνεύσει το περιβάλλον.
Στο πρώτο κεφάλαιο ο Δ.Τ. βάζει στην εξίσωση τη μοναξιά και την αποξένωση, ένα αστικό περιβάλλον φόβου παραλυτικού, όπως λέει ο ίδιος. Η ιστορία μας ξεκινά όταν ο Κλεό σκέφτεται ότι αν πεθάνει, κανένας δεν θα το αντιληφθεί, το ξήλωμα της πόρτας λοιπόν προσφέρει μια δυνατότητα να τον αναγνωρίσουν αν μη τι άλλο από τη μυρωδιά. Αυτή η διαρκής διαφάνεια είναι ένα περίεργο χτύπημα στην ιδιωτικότητα, στην ψευδαίσθηση ασφάλειας που προσφέρει μια κλειστή πόρτα. Γιατί; Διότι το έξω πλέον, η επαφή, η οποιαδήποτε σχέση, εμπεριέχουν μια απειλή.
Ο δημόσιος χώρος έχει γίνει από ένα περιβάλλον συνύπαρξης και διαλόγου, ένα μέρος που διανύουμε με γρήγορο βήμα. Η αμηχανία, την οποία τονίζει ο Δημήρτης ότι προκάλεσε η ανοιχτή πόρτα, είναι διάχυτη στην εποχή μας. Είναι η αμηχανία απέναντι στον άλλο. Ομως η πόρτα για τον συγγραφέα δεν είναι απλώς κάτι που εμποδίζει το έξω να παραβιάσει μια ψευδαίσθηση συγκροτημένου εαυτού, αλλά και το μέσα από το να βγει και να αναμετρηθεί. Η πόρτα σαν φέρετρο, η πόρτα ως όριο έχει πολύ ενδιαφέρον.
Οι αναφορές του βιβλίου είναι πολλές και διάχυτες, ο κόσμος του Κάφκα συνενώνεται με τον κόσμο του Μπέκετ. Βλέπεις δομικά στοιχεία του Κάφκα στον ήρωά μας αλλά και τη διαρκή παρουσία του Μπέκετ. Οι ήρωες του Κάφκα έχουν μια εμμονή – την εμμονή να συνεχίσεις όταν δεν μπορείς να συνεχίσεις.
Το απόκοσμο σκηνικό μιας διάχυτης κούρασης μετατρέπεται από αυτή την οπτική σε μια υπέρβαση του υπάρχοντος ή σίγουρα στη δυνατότητα υπέρβασης. Η ανθρώπινη ύπαρξη στέκεται μέσα σε έναν κόσμο εφιαλτικό, χωρίς παράθυρα, χωρίς εμφανή διαφυγή, γεμάτο ένταση, τρόμο και λυγμό. Γρήγορα συνειδητοποιεί ότι ο όποιος ουρανός είναι αμετάκλητα σιωπηλός και ταυτόχρονα αισθάνεται ότι κάτι τέτοιο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Το ανθρώπινο πεπρωμένο είναι ένας χώρος παραλόγου, όπου η ειρωνεία και μια ατέρμονη προσπάθεια καθιστούν αυτόν τον χώρο υποφερτό και διανθισμένο με μια ένταση άρνησης. Το παράλογο και απρόσωπο σύμπαν που μας περιβάλλει, δεν έχει φανερό σκοπό και στόχο.
Οι δυνατότητες διαφυγής από το σκληρό και απάνθρωπο δίχτυ δεν είναι ορατές. Το χιούμορ θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο της αναγκαίας εκτόνωσης, αλλά δεν είναι χιούμορ, είναι ένα γέλιο σκληρό με μια ομορφιά δυνατή που τινάζει τις ευκολίες στον αέρα.
Το γέλιο που βγαίνει τόσο αβίαστα από τον κόσμο του Τσεκούρα είναι πιο αναστοχαστικό αλλά και πιο ανάλαφρο· είναι ένα γέλιο κοινωνικής κριτικής και υπαρξιακής τοποθέτησης. Καθώς διερωτάται γιατί δεν τον κλέβουν και παραθέτει λόγους που ο ίδιος θεωρεί καίριους για να γίνει το αφύλακτο σπίτι του στόχος, λέει τη φράση: «Πού είναι οι αντίστοιχοι κλέφτες γαμώ την πουτάνα μου;». Κινηματογραφικό είναι το σημείο όπου συνειδητοποιεί ότι ακόμα και χωρίς την πόρτα δεν είναι βέβαιο αν κανείς θα τον βρει όταν πεθάνει
«Σαράντα ολόκληρα χρόνια κρυφάκουγα τα λόγια σας μέσα από μια χαραμάδα. Τα επινόησα ο ίδιος μιας και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να επινοήσω». Η κίνηση του κόσμου και η συνοχή του σε μια μικρή χαραμάδα, ένας απίστευτος λόγος. «Ενας που πλήττει! Πρόκειται για μια περιγραφή, έναν καθορισμό, πρόκειται, κύριοι, για μια σταδιοδρομία». Ο Τσεκούρας αφαίρεσε από τον ήρωα του «Υπογείου» του Ντοστογιέφσκι την κλειδαρότρυπα, αλλά έκανε τον Κλεό να μπορεί να μιλήσει σε όλους μας με αιχμηρό τρόπο, αλλά χωρίς μνησικακία.
Στο τέλος, μας εξηγεί ότι το βιβλίο σαφώς και χρειάζεται επίμετρο, αλλά αυτό θα το γράψει ο ίδιος ως συγγραφέας και μάλιστα μας παραθέτει και πτυχές της ζωής του Κλεό που μόνον ο ίδιος γνωρίζει. Αυτό όμως που θεωρώ πολύ καλό είναι ότι ενώ σε όλο το βιβλίο η κοινωνία –η κοινή γνώμη– απουσιάζει, στο τέλος εμφανίζεται – και τόσο, μα τόσο έξυπνα.
Με τη μορφή της συνέντευξης που δίνουν οι γείτονες για ένα έγκλημα που διαπράχθηκε στην περιοχή και που αυτοί δεν νοιάζονται καθόλου για την καθαυτό πράξη αλλά για τη σκιαγράφηση ενός χαρακτήρα που στην ουσία δεν έχουν γνωρίσει ποτέ. Επιτέλους, ένα βιβλίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας που νιώθεις ότι με την ανάγνωση μπορείς να το ξαναγράψεις, να σε αλλάξει και να αισθανθείς μια ένταση που η λογοτεχνία στα καλύτερά της σού δημιουργεί.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών (29/3/2019)