Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών 17/11/2018
Η συνάντηση του Βάλτερ Μπένγιαμιν με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ υπήρξε το πιο κομβικό ίσως σημείο στις συζητήσεις για την ανάπτυξη μιας υλιστικής αισθητικής θεωρίας στους κόλπους του Δυτικού Μαρξισμού, όπου οι αντιπαραθέσεις υπήρξαν ιστορικά θυελλώδεις (Μπρεχτ εναντίον Λούκατς και αντιστρόφως, Αντόρνο εναντίον Λούκατς και αντιστρόφως, Μπλοχ εναντίον Λούκατς και αντιστρόφως, Αντόρνο εναντίον Μπρεχτ και αντιστρόφως, Αντόρνο εναντίον Μπένγιαμιν – για να αναφέρουμε μόνο τις πιο φημισμένες), με το ζεύγος Μπένγιαμιν-Μπρεχτ να παραμένει το μόνο που δεν ήρθε σε εσωτερική ρήξη, παρά τις εμφανείς διαφορές ιδιοσυγκρασίας, κουλτούρας και διανοητικής παραγωγής των δύο αντρών.
Στα κείμενα του Μπένγιαμιν για τον Μπρεχτ που συγκεντρώνονται στον τόμο των εκδόσεων Ερμα (με μια κατατοπιστική εισαγωγή του καθηγητή Βασίλη Αλεξίου), μπορεί κανείς να δει τι ενώνει βαθύτερα τη σκέψη τους ακριβώς εκεί που οι διαδρομές τους και τα ενδιαφέροντά τους μοιάζουν να τους χωρίζουν οριστικά.
Δεν προκαλεί έκπληξη η διαπίστωση ότι ο Μπρεχτ του Μπένγιαμιν είναι πρώτα και κύρια ακριβώς αυτό: ο Μπρεχτ μέσα από τις προσλαμβάνουσες του Μπένγιαμιν, δηλαδή ένα θεματικό αντικείμενο που κατά πρώτο λόγο φωτίζει την εξέλιξη της σκέψης του μελετητή του. Βλέπουμε έτσι τον Μπένγιαμιν να μη διστάζει να εντάξει τον Μπρεχτ σε έναν «ιδιαίτερο γερμανικό δρόμο», ή μάλλον σε ένα «κρυφό μονοπάτι», μέσα από το οποίο φτάνει στο μπρεχτικό έργο η «κληρονομιά του μεσαιωνικού και μπαρόκ θεάτρου, περνώντας πάνω απ’ το ψηλό αλλά άγονο βουνό του κλασικισμού» (σελ. 32).
Η μη τραγικότητα, η φιλοσοφική νηφαλιότητα, η πεζότητα και η αλληγορικότητα του μπρεχτικού θεάτρου διαφυλάσσουν κατά τον Μπένγιαμιν βασικά χαρακτηριστικά του γερμανικού μπαρόκ δράματος, έτσι όπως τα διέκρινε ο ίδιος στην περίφημη αποτυχημένη διατριβή του επ’ υφηγεσία.
Τα χαρακτηριστικά αυτά όμως γονιμοποιούνται ταυτόχρονα –όπως έχει δείξει ο Γιώργος Σαγκριώτης, στο Αυτονομία και στράτευση (εκδ. νήσος)– από τη μεταγενέστερη παράδοση του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού (έτσι όπως τον διάβασε και πάλι ο ίδιος ο Μπένγιαμιν, στη διδακτορική του διατριβή για την πρώιμη ρομαντική έννοια της κριτικής), του οποίου η μέριμνα για την αναστοχαστική «ποιητικοποίηση του κόσμου», κατά Νοβάλις, μεταφράζεται, στον Μπρεχτ κατά Μπένγιαμιν, σε μια «τάση» ή «κατεύθυνση» σκηνικής αναπαράστασης της «λογοτεχνοποίησης των όρων ύπαρξης» (σελ. 148) η οποία χαρακτηρίζει ιδεοτυπικά την αστική νεωτερικότητα – με τον μαζικό αλφαβητισμό και τη διάλυση των παραδοσιακών λογοτεχνικών ειδών στη δημόσια σφαίρα, με την κατάργηση ακόμα και των παραδοσιακών ρόλων του συγγραφέα και του κοινού στα καλλιτεχνικά και κοινωνικά πράγματα.
Ετσι λοιπόν, στις δύο παλιότερες καλλιτεχνικές και θεωρητικές παραδόσεις, του γερμανικού μπαρόκ δράματος και του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού, όπου η «ιδεαλιστική» επιφάνεια ρυτιδώνεται από τις σταθερές αναταράξεις ενός «υλιστικού» πυρήνα, ο Μπρεχτ προσθέτει, σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, και μια τρίτη, νεότερη με τη στενή έννοια: την «ποίηση των μεγαλουπόλεων», του Ουίτμαν, του Μποντλέρ, του Βεράρεν και του Χάιμ, στην οποία εντάσσεται και από την οποία διακρίνεται ο Μπρεχτ, γιατί «είναι ενδεχομένως ο πρώτος σημαντικός ποιητής που είχε να πει κάτι για τον –γενικά απόντα από την παράδοση αυτή, σημειώνει ο Μπένγιαμιν– άνθρωπο της πόλης» (σελ. 108).
Χάρη σε αυτό το νέο μπόλιασμα, η αποσπασματικότητα, ο ρητά επεισοδιακός και αντιμυθοπλαστικός, ρητά αντιπνευματικός, μάλιστα, χαρακτήρας του θεάτρου που ο εμπνευστής του ονόμασε προσφυώς «επικό» γίνονται τα γνωρίσματα μέσω των οποίων το «ιδεαλιστικό» παρελθόν επικαιροποιείται στο «υλιστικό» παρόν της ταξικής πάλης, της σύγκρουσης μεταξύ καπιταλισμού και προλεταριάτου, της μάχης ζωής και θανάτου μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού. Και αυτά τα μπρεχτικά γνωρίσματα, βέβαια, είναι διαρκώς ενεργά στην πνευματική συγκρότηση του Μπένγιαμιν, για τον οποίο το μοντέρνο αστικό τοπίο, με σύμβολό του το Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, στάθηκε ο λαβύρινθος μέσα στον οποίο πλανήθηκε η σκέψη του επί δεκαετίες, μέχρι και τον πρόωρο θάνατό του μπροστά στη ναζιστική απειλή.
Μετά τα παραπάνω, ωστόσο, φαντάζει επιβεβλημένο το ερώτημα: σχετίζεται αυτός ο Μπρεχτ του Μπένγιαμιν, ο Μπρεχτ σαν οθόνη της πνευματικής βιογραφίας του Μπένγιαμιν, με τον ίδιο τον μεγάλο συγγραφέα, που επιζεί και επιδρά αυτόφωτα, χωρίς να έχει ανάγκη τον κριτικό του;
Η απάντηση είναι παράξενα μονοσήμαντη: σχετίζεται απολύτως. Τα κείμενα του Μπένγιαμιν για τον Μπρεχτ παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς το «αντικείμενό» τους, όπως πιστοποιούν με μεθοδολογική αυτοσυνειδησία τα έξοχα «Σχόλια σε ποιήματα του Μπρεχτ», όπου το μη κριτικό, αρχαϊκό και λατρευτικό είδος του σχολίου «επιστρατεύεται στην υπηρεσία» (σελ. 83) μιας αποφασιστικά μη αρχαϊκής και μη λατρευτικής ποίησης. Είναι ο «αυθεντικός» Μπρεχτ αυτός που φέρνουν στο προσκήνιο – και είναι ο αυθεντικός γιατί είναι ο διεξοδικά ερμηνευμένος, ο συγγραφέας-παραγωγός που μελετάται σαν μια εκρηκτική σύγκλιση υπόγειων ρευμάτων των οποίων η εμφάνιση κάνει διαλεκτικό τον υλισμό του, όντας το κρίσιμο εκείνο στοιχείο που αποαισθητικοποιεί την πολιτική του και πολιτικοποιεί την τέχνη του.
Στον Μπρεχτ, ο Μπένγιαμιν προβάλλει την ενότητα των «ιδεαλιστικών» και των «υλιστικών» στοιχείων στην έντονα διαστρωματωμένη δική του σκέψη. Ετσι ακριβώς, απελευθερώνει το μπρεχτικό δυναμικό από τα δεσμά κάθε ψιλής στράτευσης και από τα στεγανά κάθε ψιλής αυτονομίας, την ίδια στιγμή που βρίσκει για τον εαυτό του το πολυπόθητο φυσερό ενάντια στη θανατερή αύρα των καιρών του – και των δικών μας.
Γιώργος Καράμπελας