Γιατί αξίζει να διαβάσετε Ντοστογιέφσκι, όσο κι αν θεωρείται «βαρύς»

Από Nikos

Γιατί αξίζει να διαβάσετε Ντοστογιέφσκι, όσο κι αν θεωρείται «βαρύς»

 

Συνέντευξη της μεταφράστριας Σοφίας Αυγερινού στον Θεοδόση Μίχο

 

Η Σοφία Αυγερινού, μεταφράστρια του εμβληματικού βιβλίου «Σημειώσεις από το υπόγειο» του αξεπέραστου Ρώσου συγγραφέα εξηγεί ότι ύστερα από την ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι βρίσκουμε τον εαυτό μας εμπλεκόμενο σε έναν διάλογο για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής μας.

«Οι Σημειώσεις από το υπόγειο είναι ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα που καταλαμβάνει περίοπτη θέση στο ντοστογιεφσκικό λογοτεχνικό σύμπαν και σηματοδοτεί τη νέα εποχή των μεγάλων μυθιστορημάτων. Πολλές από τις ιδέες που δοκιμάζει ο συγγραφέας εδώ θα τις δούμε πολύ σύντομα να εμφανίζονται στους εμβληματικούς ήρωες των αριστουργημάτων του. Σε κανένα άλλο μυθιστόρημα, όμως, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι δεν θα επαναλάβει αυτό το ιδιότυπο ύφος γραφής των Σημειώσεων, ένα ύφος που με το λογοτεχνικό του σφρίγος και την καλλιτεχνική του αρτιότητα θα σφραγίσει με ανεπανάληπτο τρόπο αυτό το πρωτοποριακό έργο» διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του πολύτιμου βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Έρμα.

 

Το σημαντικό έργο της μετάφρασής του από τα ρωσικά έφερε σε πέρας η Σοφία Αυγερινού. Μιλήσαμε μαζί της για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, για την κληρονομιά του Ντοστογιέφσκι τόσο στην παγκόσμια όσο και στην ελληνική λογοτεχνία, για τον μύθο που περιβάλλει τον ίδιο και τα έργα του αλλά και για τον ασύγκριτο πνευματικό πλούτο που μπορεί να αποκομίσει ο αναγνώστης ερχόμενος σε επαφή τις λέξεις του αξεπέραστου Ρώσου συγγραφέα.

 

Ποια σημεία, καθώς μεταφράζατε τις Σημειώσεις από το υπόγειο, σας δυσκόλεψαν περισσότερο και γιατί;

Αναμφίβολα το πρώτο μέρος, το «Υπόγειο», είναι το δυσκολότερο μεταφραστικά και αναγνωστικά. Σ’ αυτό το κομμάτι ο Ντοστογιέφσκι δοκιμάζει τη διαλογική τεχνική που θα εξελιχθεί στην περίφημη πολυφωνικότητα, την οποία ανέλυσε τόσο αριστουργηματικά ο Μπαχτίν (Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι, μετ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου). Με δυο λόγια, ο αντι-ήρωάς μας διεξάγει έναν φανταστικό διάλογο με ανύπαρκτους συνομιλητές, προσπαθώντας να προλάβει τα αντεπιχειρήματά τους, και παραδοξολογεί εκ συστήματος, προκειμένου να δείξει ότι η λογική δεν καθοδηγεί απαραίτητα τους ανθρώπους προς το συμφέρον τους και ότι υπερτερεί μέσα τους η ανάγκη για ελεύθερη βούληση, έστω και εις βάρος της προσωπικής τους ωφέλειας.

Μέσα σε έναν λαβύρινθο παθιασμένων επιφωνημάτων, επαναλήψεων που αποκτούν τον χαρακτήρα αφηγηματικού μοτίβου, φιλοσοφικών και εμπειρικών επιχειρημάτων, ειρωνικής χρήσης των προσφιλών αποφθεγμάτων ρομαντικών, διαφωτιστών, ουτοπικών σοσιαλιστών και ωφελιμιστών, ο άνθρωπος αυτός εκθέτει με τον ίδιον τον τρόπο ομιλίας του το κοινωνικό και συναισθηματικό αδιέξοδο, στο οποίο τον έχει οδηγήσει η μονομερής προσκόλληση στη ζωή του στοχασμού, θέμα που θα παρουσιαστεί διαφορετικά στο δεύτερο μέρος, μέσω επεισοδίων από τη νεανική ζωή του αφηγητή – ένα από τα πάγια αιτήματα του Ντοστοφιέφσκι από εδώ και πέρα θα είναι η εναρμόνιση νου και καρδιάς, ενάντια στην ιδεοληπτική μονομέρεια, καθώς ο άνθρωπος είναι, για τον συγγραφέα, ον με σώμα, ψυχή και πνεύμα.

Έχουν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, γεράσει όμορφα τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι; Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το καλύτερο και το χειρότερο του; Αλλά και ποιο το δικό σας αγαπημένο;

Κινδυνεύοντας να θεωρηθώ μεροληπτική, θα έλεγα ότι τα έργα του δεν έχουν γεράσει. Σίγουρα σε κάποια σημεία μάς ξενίζει ο κόσμος που περιγράφει, παρόλα αυτά οι προβληματισμοί του παραμένουν ζωντανοί για μας, γιατί πρόκειται για τα σοβαρότερα υπαρξιακά και ηθικά ερωτήματα. Η πορεία του κόσμου μας δείχνει σαφώς ότι τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν απαντηθεί επαρκώς.

Άλλωστε ο Ντοστογιέφσκι, μολονότι ύστερα από το κάτεργο και την εξορία αναπτύσσει μια στέρεη κοσμοαντίληψη και, κυρίως στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας, με το Ημερολόγιο του συγγραφέα, προτείνει τις δικές του «λύσεις», στα μυθιστορήματά του οι «λύσεις» αυτές, η μεταστροφή, λ.χ. του Ρασκόλνικοφ, τα πρότυπα του στάρετς Ζοσιμά, του Αλιόσα Καραμάζοφ, του πρίγκιπα Μίσκιν, είτε παραμένουν απρόσιτα ιδανικά είτε εμφανίζουν μια αμφισημία που φαίνεται να ξεφεύγει από τις προθέσεις του συγγραφέα τους. Αυτό δημιουργεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι η συζήτηση είναι ακόμα ανοιχτή και τον προκαλεί να συμμετάσχει: ύστερα από την ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι βρίσκουμε τον εαυτό μας εμπλεκόμενο σε έναν διάλογο για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής μας.

Κατά τη γνώμη μου, αλλά και κατά τη γνώμη της κριτικής, οι Αδελφοί Καραμάζοφ αποτελούν το επιστέγασμα της τέχνης του. Η αρμονία της δομής και η αξεπέραστη ζωντάνια των χαρακτήρων που αποτελούν όψεις ενός προσώπου, η αρχετυπική ανάλυση του θέματος της πατροκτονίας, η ισορροπία ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, καθιστούν αυτό το μυθιστόρημα το σημαντικότερο έργο του.

Παραδόξως, το αμέσως προηγούμενο, ο Έφηβος, μολονότι αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας του συγγραφέα να καταδείξει πώς μέσα από τις περιπέτειες της ζωής διαμορφώνεται ένας νέος άνθρωπος που παλεύει ανάμεσα στην «ιδέα» του και στις συνέπειές της και πώς μπορεί να θεμελιωθεί μια νέα, αρμονική, «ζωντανή» ζωή – γιατί ο Ντοστογιέφσκι είχε πάντα τον νου στραμμένο στους νέους και στο μέλλον, ήταν οραματιστής – δημιουργεί σε πολλούς αναγνώστες την οχληρή εντύπωση πως έχουμε εδώ μια παραφορτωμένη και «τραβηγμένη» ίντριγκα χωρίς ιδιαίτερο βάθος, πως το ηθικό διακύβευμα δεν είναι τόσο σημαντικό, πως, εντέλει, αυτό το έργο δεν μας αφορά «προσωπικά».

Το δικό μου αγαπημένο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι είναι το Έγκλημα και τιμωρία, το οποίο διάβασα σε πολύ νεαρή ηλικία. Έκτοτε το έχω διαβάσει άλλες τέσσερις φορές και πρέπει να ομολογήσω ότι κάθε φορά προσέχω κάτι άλλο σε αυτό το ανεξάντλητο, συναρπαστικό, άψογα δομημένο αριστούργημα, όπου τίποτε δεν περισσεύει. Στο βιβλίο αυτό η πολλαπλότητα των επιπέδων ανάγνωσης είναι εκπληκτική: ο Ντοστογιέφσκι επιτυγχάνει να διερευνήσει το φιλοσοφικό ερώτημα της «αξίας του ανθρώπου», συνδυάζοντάς το με την κατάδυση στον βυθό μιας αντιφατικής, δαιμονικής και αγγελικής προσωπικότητας και με την ευφυή τροπή που δίνει στο πρόβλημα των πολλαπλών εαυτών, ενώ παράλληλα γράφει μια τραγική ιστορία λύτρωσης και ένα αγωνιώδες «αστυνομικό» μυθιστόρημα όπου το ερώτημα δεν είναι «ποιος το έκανε», αλλά «γιατί το έκανε» – ερώτημα στο οποίο ο ίδιος ο δράστης προσπαθεί να απαντήσει. Όπως έχει αναλύσει στη σχετική μελέτη του ο Gary Rosenshield, ο Ντοστογιέφσκι εναλλάσσει χωρία, όπου λειτουργεί ως παντογνώστης αφηγητής με άλλα, όπου χρησιμοποιεί την αφηγηματική μορφή που σήμερα αποκαλείται «βιωμένος λόγος» και αποτελεί πρόδρομο του εσωτερικού μονολόγου: η αφήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο, αλλά από την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή, του οποίου οι σκέψεις και τα ερωτήματα μεταφέρονται σ’ εμάς χωρίς εισαγωγικά, καταργώντας κάθε απόσταση ανάμεσα στην αφήγηση και στο βίωμα, σαν να τα ακούμε κατευθείαν από τα βάθη της ψυχής του.

 

Ποιοι θεωρείτε ότι είναι οι πιο αξιόλογοι «απόγονοι» του Ντοστογιέφσκι στην παγκόσμια λογοτεχνία; Και ποιο -αν υπάρχει δηλαδή με κάποιο τρόπο – το αποτύπωμά του στην ελληνική;

Το εκπληκτικό με τον Ντοστογιέφσκι είναι ότι από τη στιγμή που μεταφράζεται στις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες (και αυτό συμβαίνει πολύ σύντομα: το Έγκλημα και τιμωρία, π.χ., μεταφράζεται στα αγγλικά το 1886), αποκτά τον σεβασμό όλων των μεταγενέστερων συγγραφέων, είτε επηρεάζονται από αυτόν είτε όχι. Για να αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα, γνωρίζουμε ότι ο Κάφκα είχε διαβάσει Ντοστογιέφσκι και είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτές αφηγηματικές τεχνικές του Ρώσου συγγραφέα, ότι ο Φώκνερ διάβαζε τους Αδελφούς Καραμάζοφ κάθε χρόνο, ότι η Βιρτζίνια Γουλφ έτρεφε μεγάλο σεβασμό για το έργο του, ενώ είναι μάλλον περιττό να αναφέρουμε τη σημασία που έχει ο Ντοστογιέφσκι για τα ηθικά διλήμματα που επεξεργάζεται στα λογοτεχνικά και δοκιμιακά του έργα ο Καμύ. Αν όμως μιλάμε για επιρροή, πρέπει να τονίσουμε ότι πρόκειται για συγγραφείς που άφησαν ούτως ή άλλως το δικό τους αποτύπωμα στη μοντέρνα λογοτεχνία και η σχέση που τους ενώνει με τον Ντοστογιέφσκι δεν τους καθιστά σε καμία περίπτωση μιμητές: απόγονοι ίσως, επίγονοι όχι.

Τώρα, ως προς την ελληνική λογοτεχνία, η Σοφία Μακρή έχει γράψει μια ενδιαφέρουσα διατριβή στο ΑΠΘ για την πρόσληψη, κριτική και δημιουργική, του Ντοστογιέφσκι στην Ελλάδα. Είναι μάλλον προφανές ότι υπάρχει η επιρροή του στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, στον μεταφυσικό προβληματισμό του Καζαντζάκη, στην ψυχολογική ανάλυση του Κατάδικου του Θεοτόκη ή στο φιλοσοφικό στοχασμό που στοιχειώνει τον Γιούγκερμαν. Αλλά και σ’ αυτές τις περιπτώσεις η συνομιλία των Ελλήνων με τον Ρώσο συγγραφέα είναι δημιουργική.

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η μεγαλύτερη παρεξήγηση ή, αν προτιμάτε, παρανόηση γύρω από τον ίδιο και το έργο του;

Πέρα από τον υπερβολικό τονισμό της θρησκευτικότητάς του, η οποία, στο κάτω κάτω, υπάρχει και δεν αποτελεί παρανόηση, θεωρώ ότι ο πιο άδικος χαρακτηρισμός που του έχει αποδοθεί είναι ότι ήταν «προχειρογράφος», ότι το ύφος του είναι «αφρόντιστο» εξαιτίας της αναγκαστικής συνθήκης υπό την οποία έζησε: ο Ντοστογιέφσκι ήταν ένας συγγραφέας χωρίς άλλους πόρους, σε αντίθεση λ.χ. με τον Τολστόι ή τον Τουργκένιεφ και, εάν δεν δημοσίευε τακτικά τα κείμενά του, δεν θα είχε κανένα εισόδημα. Ευτυχώς, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, με τη δημοσίευση της μονογραφίας του Στάινερ Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι και κυρίως με την έκδοση της πεντάτομης βιογραφίας του από τον Τζόζεφ Φρανκ, η φιλολογική κριτική εξέτασε με νέα ματιά τα έργα του και τόνισε την καλλιτεχνική τους αξία.

Πράγματι, το ύφος του Ντοστογιέφσκι έρχεται σε αντίθεση με τα λογοτεχνικά πρότυπα του ρεαλισμού, είτε στην αγγλική είτε στη γαλλική είτε στην εγχώρια ρωσική εκδοχή του. Η καλλιέπεια του Τουργκένιεφ, η μειλίχια, λεπτομερής και μεγαλόπνοη πρόζα του Τολστόι διαμόρφωσαν όχι μόνο για το κοινό και την κριτική της εποχής, αλλά και για τους μεταγενέστερους αναγνώστες και φιλολόγους, ένα μοντέλο λογοτεχνικής πρόσληψης που βασίζεται στην λεπτομερή επεξεργασία της γλώσσας, ώστε αυτή να απηχεί κάποια – υποτιθέμενη, επιτρέψτε μου – αρμονία και να προσφέρει μια ευχάριστη διδαχή στον αποδέκτη της. Ωστόσο, μολονότι δεν μπορώ να αρνηθώ ότι υπάρχουν στον Ντοστογιέφσκι χωρία όπου ο αναγνώστης αδημονεί και απογοητεύεται, αυτό δεν συμβαίνει επειδή ο συγγραφέας τα συνέθεσε βιαστικά, αλλά συνήθως επειδή για κάποιον λόγο δεν εκφράζουν το αληθινό λογοτεχνικό πρόσωπο του Ντοστογιέφσκι.

Εννοώ, για παράδειγμα, ότι οι μακροσκελείς παρεκβάσεις του Εφήβου απηχούν τις παραδοσιακές αφηγηματικές αρετές που ανέδειξαν άλλους συγγραφείς της εποχής, αλλά απλώς αυτό δεν είναι το ύφος του Ντοστογιέφσκι. Εννοώ, επίσης, ότι οι μελοδραματικές περιπέτειες και οι φλογερές διακηρύξεις στους Ταπεινωμένους και καταφρονεμένους δεν οφείλονται σε συγγραφική αποτυχία, αλλά στο γεγονός ότι ο Ντοστογιέφσκι, ένας συγγραφέας που εξελισσόταν διαρκώς, δεν είχε επαρκώς αποδεσμευθεί από τα αγγλικά και γαλλικά πρότυπά του. Αντιθέτως, στα περισσότερα από τα ώριμα έργα του, ο Ντοστογιέφκι είναι κυρίαρχος της δομής και των χαρακτήρων, τους οποίους οδηγεί με ακρίβεια, αν και μέσω άγνωστων και περίπλοκων ατραπών, στην ύστατη άκρη του εαυτού τους, στο σημείο όπου φανερώνονται – ή ξεγυμνώνονται – πλήρως. Ακόμη και ο πλούσιος σε πρόσωπα και περιστατικά περίγυρος, αυτό το φλύαρο και ματαιόδοξο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ελίσσονται οι ήρωές του, δεν αποτελεί διάκοσμο: έτσι ξεπροβάλλει ακόμη πιο τραγική η μορφή του πρωταγωνιστή, γύρω από τον οποίο η δράση κυριολεκτικά στροβιλίζεται.

Υπάρχει κάποιο στοιχείο του μύθου γύρω από τον Ντοστογιέφσκι που έχει κοστίσει στη λογοτεχνική κληρονομιά του;

Όσο ζούσε ο Ντοστογιέφσκι είχε να αντιμετωπίσει σωρεία προβλημάτων και φαίνεται ότι και μετά θάνατον η πρόσληψη του έργου του είναι μια περιπέτεια εξίσου ταραχώδης. Μια πληθώρα από στοιχεία του μύθου γύρω από αυτόν, όπως πολύ σωστά λέτε, έχει οδηγήσει στην ταύτιση έργου και συγγραφέα και έχει κοστίσει στη λογοτεχνική κληρονομιά του. Αυτή η τάση ήταν πολύ έντονη στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν κυριαρχούσε η εικόνα ενός παθολογικά εύθικτου και θρησκόληπτου ανατόμου της ανθρώπινης αβύσσου, ενός «μεγάλου αμαρτωλού». Έτσι, το γεγονός ότι ο Ντοστογιέφσκι ήταν επιληπτικός – η πρώτη κρίση σημειώθηκε βέβαια όταν ήταν ήδη στην εξορία – δημιουργεί ακόμη σε πολλούς την εντύπωση ότι η αρρώστια του ανθρώπου Ντοστογιέφσκι επηρέασε τη γραφή του συγγραφέα και ότι ευθύνεται για την πυρετώδη αγωνία που κατακαίει τον Ρασκόλνικοφ και τον Σταβρόγκιν, για την «αρρωστημένη» ευαισθησία τους, για τις «υπερβολές» τους, για τη ζοφερή ατμόσφαιρα των έργων.

Με τον ίδιο τρόπο, η αμφιθυμία του συγγραφέα έναντι του πατέρα του οδήγησε τον Φρόυντ να γράψει το περίφημο δοκίμιό του Ο Ντοστογιέφσκι και το ζήτημα του πατέρα και να θεωρήσει πως η πατροκτονία αποτελούσε κρυφή επιθυμία του. Ομοίως, η απεγνωσμένη και ειρωνική ρητορική του ανθρώπου των Σημειώσεων από το υπόγειο θεωρήθηκε πως απηχούσε την ψυχολογία του ίδιου του συγγραφέα και η ομολογία του Σταβρόγκιν στον μοναχό Τύχωνα ότι είχε αποπλανήσει μια ανήλικη κοπέλα έφτασε να εκληφθεί ως συγκαλυμμένη αποκάλυψη κάποιου αντίστοιχου αμαρτήματος του Ντοστογιέφσκι.

Φυσικά, δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην ενσωματώνει στα έργα του στοιχεία προσωπικά δικά του – πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Προφανώς, αυτό ισχύει για την περιγραφή του κάτεργου στο Έγκλημα και τιμωρία, για τη σκηνή όπου ο Μίσκιν περιγράφει την εκτέλεση ενός θανατοποινίτη, ουσιαστική μεταφορά της εμπειρίας του Ντοστογιέφσκι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ή για τις κρίσεις της επιληψίας του πρίγκιπα και του Σμερντιακόφ. Ωστόσο, η ταύτιση συγγραφέα, αφηγητή και λογοτεχνικού ήρωα αποτελεί ένα συνηθισμένο σφάλμα που συνήθως μας οδηγεί σε ερμηνείες απλουστευτικές και παραγνωρίζει τη βασική συνθήκη της τέχνης: η λογοτεχνία, ακόμη και όταν μιλάμε για αυτοβιογραφία ή αυτομυθοπλασία, δεν μιμείται τη ζωή, δεν αποτελεί πιστή αναπαράσταση, αλλά δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν, τη δυνατότητα να είναι τα πράγματα αλλιώς. Η λογοτεχνία είναι ένα πεδίο ελευθερίας.

Ο Τζέιμς Γουντ, κριτικός λογοτεχνίας του New Yorker, μου είπε, μέσες άκρες, ότι η ζωή είναι μικρή για να παλεύει ένας αναγνώστης με ένα βιβλίο που τον δυσκολεύει υπερβολικά και με το οποίο δεν καταφέρνει να συνδεθεί. Δεδομένου ότι ο Ντοστογιέφσκι καλώς ή κακώς θεωρείται δύσκολος συγγραφέας, έχοντας μεταφράσει ένα εμβληματικό του έργο, τι θα συμβουλεύατε τον αναγνώστη που πιθανώς τα βρει σκούρα διαβάζοντάς το;

Πράγματι, ο Ντοστογιέφσκι θεωρείται αυτό που λέμε «βαρύς» συγγραφέας. Δεν είναι τόσο η γραφή του, παρόλο που ο πυρετώδης χαρακτήρας της και ο καταιγιστικός ρυθμός, με τον οποίο εναλλάσσονται σκέψεις, συναισθήματα και φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά μπορεί να κουράσει τον αναγνώστη σε κάποιες περιπτώσεις. Άλλοι συγγραφείς, αναφέρω ενδεικτικά τον Κάφκα, έχουν μεταφέρει την ένταση από το πεδίο της γλώσσας στο πεδίο του υπαινιγμού, στο διάστημα που απλώνεται κάτω από τις απλές λέξεις και τις νηφάλιες προτάσεις, δημιουργώντας, ωστόσο, εξίσου βαριά ατμόσφαιρα. Άλλοι, όπως ο Τζόις ή ο Φώκνερ, έχουν διαποτίσει τη σύνταξη των προτάσεών τους με το βάρος του νοήματος με τρόπο πιο δύσληπτο σε σχέση με τον Ντοστογιέφσκι. Παρόλα αυτά, ο Ρώσος κλασικός συγκαταλέγεται στη «δύσκολη» λογοτεχνία για πολλούς αναγνώστες, ενώ ένας σημαντικός «εκφοβιστικός» παράγοντας είναι και το μέγεθος των μεγάλων του μυθιστορημάτων, καθώς και το πλήθος των προσώπων.

Θα έλεγα ότι ίσως άλλοι συγγραφείς της ίδιας περιόδου θα χρησίμευαν ως «εισαγωγή» στον κόσμο της ρωσικής λογοτεχνίας, ώστε να έχει ο αναγνώστης μια στοιχειώδη εικόνα για τα δεδομένα του αντίστοιχου τόπου και χρόνου, την πολιτική κατάσταση, αν και η τελευταία μάλλον μόνο μέσω μιας θεωρητικής μελέτης θα μπορούσε να φωτιστεί καλύτερα. Από την άποψη αυτή, είναι χρήσιμο να ξεκινήσει κανείς διαβάζοντας τη βιογραφία του συγγραφέα. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το ωραίο βιβλίο του Λεονίντ Γκρόσμαν μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη. Αλλά και το βιβλίο του Παπαγιώργη για τον Ντοστογιέφσκι αποτελεί μια γλαφυρή και πολύ διαφωτιστική εισαγωγή.

Έπειτα, έχει ίσως κάποιο νόημα να διαβάσει κανείς τον Ντοστογιέφσκι με χρονολογική σειρά. Ξεκινώντας από τους Φτωχούς και προχωρώντας στον Διπλό άνθρωπο και τις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, έχει ήδη μια ιδέα για το βασικό πεδίο πάνω στο οποίο θα ξετυλιχτεί το νήμα των μεγάλων έργων που ακολουθούν. Οι Σημειώσεις από το υπόγειο, βέβαια, αποτελούν ένα πολύ ιδιότυπο βιβλίο. Είναι ένα πείραμα που ο συγγραφέας δεν επανέλαβε, γιατί δεν έγινε κατανοητό στην εποχή του. Αντιθέτως, το αμέσως επόμενο, το Έγκλημα και τιμωρία, είναι ίσως το πλέον προσβάσιμο για κάποιον που θέλει να παρακάμψει τα προγενέστερα έργα του Ντοστογιέφσκι και δεν είναι τυχαίο ότι συγκεντρώνει συνήθως τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό των αναγνωστών.

Τελικά τι είναι αυτό που χρωστάει η λογοτεχνία σήμερα στον Ντοστογιέφσκι;

Ο Ντοστογιέφσκι αποτελεί, πρώτα απ’ όλα, ένα μοναδικό παράδειγμα δημιουργικής αφομοίωσης προγενέστερων λογοτεχνικών τόπων και τρόπων και δημιουργικής έμπνευσης για τους μεταγενέστερους. Και αυτό γιατί η ανίχνευση των ελάχιστων λεπτομερειών που απαρτίζουν το αντιφατικό ανθρώπινο πρόσωπο, η ψυχολογική οξυδέρκεια και η «ιδεολογική εσχατολογία» του, δηλαδή το γεγονός ότι παρουσίαζε μέσα σε κάθε ίνα του κορμιού και κάθε μόριο της ψυχής των ηρώων του τις έσχατες, τις ακρότατες κοινωνικές και ψυχικές συνέπειες των ιδεών τους, ταυτίστηκε στα έργα του με ένα αμίμητο προσωπικό ιδίωμα που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε γλωσσικό και υφολογικό στοιχείο, προκειμένου να προσεγγίσει την πραγματική ζωή, αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «ζωντανή ζωή», αυτό που, όπως έλεγε ο Αλιόσα Καραμάζοφ, πρέπει να αγαπάμε «περισσότερο από το νόημα της ζωής».

Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να αναφέρω εδώ τα λόγια του ποιητή Γιόζεφ Μπρόντσκι για τον μεγάλο λογοτέχνη. Προέρχονται από το δοκίμιό του «Καταστροφές στον αέρα» [Catastrophes in the air]: «Υπάρχουν, χονδρικά μιλώντας, δύο είδη ανθρώπων και αντίστοιχα δύο είδη συγγραφέων. Το πρώτο είδος, αναμφίβολα η πλειονότητα, θεωρεί τη ζωή ως τη μία και μοναδική διαθέσιμη πραγματικότητα. Αν γίνει συγγραφέας, ένα τέτοιο άτομο θα αναπαραγάγει αυτήν την πραγματικότητα με κάθε λεπτομέρεια. Θα σας προσφέρει μια συζήτηση στην κρεβατοκάμαρα, μια σκηνή στο πεδίο της μάχης, την υφή της ταπετσαρίας των επίπλων, αρώματα και οσμές αψιές, με ακρίβεια συναγωνιζόμενη τις αισθήσεις σας και τους φακούς της φωτογραφικής σας μηχανής, συναγωνιζόμενη ίσως την ίδια την πραγματικότητα. […] Το δεύτερο είδος, μια μειοψηφία, αντιλαμβάνεται τη ζωή τη δική του και όλων των άλλων ως ένα δοκιμαστικό σωλήνα για συγκεκριμένες ανθρώπινες ιδιότητες, η διατήρηση των οποίων υπό συνθήκες ακραία δυσχερείς είναι κρίσιμη είτε για μια εκκλησιαστική είτε για μια ανθρωπολογική εκδοχή του προορισμού του είδους. Ως συγγραφέας ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα σας δώσει πολλά όσον αφορά τις λεπτομέρειες. Αντιθέτως, θα περιγράψει τις ψυχικές καταστάσεις και διαστροφές των ηρώων του με τέτοια ακρίβεια, ώστε θα νιώσετε ευγνώμονες που δεν τον έχετε γνωρίσει προσωπικά. Όταν κλείνετε το βιβλίο του, είναι σαν να ξυπνάτε με το πρόσωπό σας αλλαγμένο».

 

Πηγή: ΟΝΕΜΑΝ

 

 

 

 

You may also like