Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Lifo (20/7/2018)
Έχει κανείς την αίσθηση πως το «Για τον Μπρεχτ» του Βάλτερ Μπένγιαμιν από τις εκδόσεις Έρμα είναι ένα βιβλίο απαραίτητο σήμερα όσο ποτέ, καθώς καταφέρνει να εντοπίσει την αξία και την αξιοσύνη ενός έργου στην εποχή μας, ανατέμνει την αλήθεια μιας φιλίας δύο σπουδαίων ανδρών που πηγάζει από τον αμοιβαίο σεβασμό και στοχεύει στη ριζική αλλαγή. Εν πρώτοις, ο σχεδόν σκοτεινός, μεταφυσικός ή και ερμητικός κόσμος του Βάλτερ Μπένγιαμιν καμία σχέση δεν έχει με την επιστημολογική, αντικειμενική έως και ψυχρή ανατομία του Μπέρτολτ Μπρεχτ στη φιλοσοφία και το θέατρο.
Πρόκειται για δύο πόλους που φαινομενικά στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο ή, τέλος πάντων, διατηρούν το δικαίωμα να εκφράζουν δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Μια προσεκτικότερη μελέτη, όμως, η οποία ανιχνεύεται στο εν λόγω βιβλίο με την επιλογή των συγκεκριμένων κειμένων (από τη σπουδή για τον Μπρεχτ έως τα σχόλια στα ποιήματά του και οι συνομιλίες ‒ ακόμα και η εισαγωγική), αναδεικνύει την κοινή αντίθεση των δύο φίλων στην αναπαραγωγική χρήση του έργου τέχνης, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει την ανάγκη για ριζική αλλαγή και μετασχηματισμό.
Καθώς τόσο ο Μπρεχτ όσο και ο Μπένγιαμιν, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους θεωρητικούς της εποχής, δεν έπαψαν να διέπονται από το βαθύ αίσθημα της ευθύνης, δεν σταμάτησαν ποτέ να υποστηρίζουν την ανάγκη της τέχνης να κερδίζει το κοινωνικό σύνολο, χωρίς ωστόσο να υποπίπτει στις συγκινησιακές ή άλλες ευκολίες που εκείνο αναζητά. Στόχος είναι να μάθει το κοινό αλλά όχι να πλανευτεί, να το καθοδηγήσει με πλατωνικό τρόπο, αλλά όχι να του προσφέρει τη λύση, ούτε καν την κάθαρση.
Καταλυτικό ρόλο στο σημείο αυτό φαίνεται να διαδραματίζει η έννοια της χειρονομίας, αυτή η μυστική κίνηση που καταργεί την αναπαραστασιμότητα και λειτουργεί αποκαλυπτικά για το έργο. Η χειρονομία ή, κατ’ άλλους, μορφασμός είναι αυτό που θα μετατοπίσει το βλέμμα από την εύκολη λύση της γραμμικής ανάλυσης και θα προσφέρει το στοιχείο της έκπληξης ή της αποκάλυψης, το οποίο ο Μπένγιαμιν αναζητούσε διακαώς στην τέχνη και ο Μπρεχτ θεώρησε αναπόσπαστο στοιχείο της. Καταργώντας έτσι την απλή αναπαραγωγική διαδικασία, άμεσα συνυφασμένη με τη μίμηση, η χειρονομία ως «η ύλη» του λεγόμενου Επικού Θεάτρου κάνει, όπως τονίζει ο Μπένγιαμιν στην ανάλυσή του, «τη ζωή να ξεπεταχτεί από την κοίτη του χρόνου και να μετεωριστεί, κερδίζοντας στιγμιαία στο κενό διάστημα πριν ξαναγυρίσει την κοίτη της».
Ως εκ τούτου, ο ηθοποιός δεν είναι αυτός που υιοθετεί έναν ρόλο ή μιμείται την πραγματικότητα αλλά τη μετασχηματίζει, ορίζοντας εκ νέου, με τον δικό του τρόπο, το πραγματικό, το οποίο δεν είναι φαινομενικό αλλά υπάρχει ως φαντασία. Δεν είναι όμως μόνο το θέατρο ή το έργο που δεν συνιστά απεικόνιση ενός εξωτερικού κόσμου που υπάρχει εκ των προτέρων αλλά και η λογοτεχνία και κάθε έργο τέχνης το οποίο οφείλει, αν θέλει να αλλάξει τον κόσμο, να τον μετασχηματίσει και όχι να τον απεικονίσει.
«Αυτό που προτείνεται εδώ», γράφει ο Μπένγιαμιν στο «Για τον Μπρεχτ» (στο κεφάλαιο «Από ένα σχόλιο για τον Μπρεχτ»), «δεν είναι απλή ανακαίνιση αλλά η ριζική καινοτομία. Εδώ η λογοτεχνία δεν επαφίεται στην ευαισθησία του όποιου συγγραφέα, ο οποίος, μην έχοντας τη θέληση ν’ αλλάξει τον κόσμο, περνάει στο στρατόπεδο της μετριοπάθειας. Εδώ η λογοτεχνία γνωρίζει πως η μόνη δυνατότητα που της απέμεινε είναι να γίνει ένα παραπροϊόν στην εξαιρετική, περίπλοκη διαδικασία της αλλαγής του ανθρώπινου κόσμου».
Η στάση, επομένως, απέναντι στα πράγματα δεν είναι ένα θέμα θεωρητικό αλλά απόλυτα ηθικό και άρα πρακτικό. Ως εκ τούτου, προτείνονται καινούργιες μέθοδοι: αποστασιοποίηση, διακοπή, αντιστροφή της δραματουργίας, παρέμβαση και συμμετοχή του θεατή. Φαντάζεται κανείς, παρά τις έντονες διαφωνίες τους, τους δύο φίλους να θαυμάζουν τη δύναμη της ανατροπής που κρύβει ένα έργο τέχνης ή ένα τόσο έντονο ποίημα όπως το «Μεθυσμένο καράβι» του Ρεμπό ‒το οποίο αποτέλεσε κοινό θέμα συζήτησης‒, διαπιστώνοντας πως ο Μπένγιαμιν είχε τελικά δίκιο να λέει, μιμούμενος τον Μπρεχτ, πως «το να διεισδύω στο βάθος είναι ο δικός μου τρόπος να ταξιδεύω στους αντίποδες». Αυτό ήταν άλλωστε το δικό τους κοινό ταξίδι στα πάντα φουρτουνιασμένα, ευτυχώς για εκείνους, νερά του κόσμου της σκέψης.