Σοφία Αυγερινού – Το Μεφίστο του Κλάους Μαν

Από Nikos

Σοφία Αυγερινού

Το Μεφίστο του Κλάους Μαν

 

 

Το Μεφίστο του Κlaus Mann είναι, βέβαια, πρωτίστως, ένα μυθιστόρημα για το θέατρο και τους θεατρίνους. Μοναδική επιδίωξη και νόημα της ζωής τού πρωταγωνιστή, Χέντρικ Χέφγκεν, είναι να αφήσει για πάντα πίσω του το μικροαστικό παρελθόν του, να προσπεράσει όλους τους ανταγωνιστές και να κυριαρχήσει στη βερολινέζικη προπολεμική σκηνή, πράγμα που επιτυγχάνει –γιατί δεν στερείται υποκριτικού ταλέντου, προσαρμοστικότητας και κυνισμού– καθώς ξεκινά από μέλος ενός περιπλανώμενου μπουλουκιού, για να καταλήξει διευθυντής των κρατικών θεάτρων του Βερολίνου. Μικρή σημασία έχει γι’ αυτόν αν διαπρέπει υποδυόμενος ρόλους ηρώων σε μεγάλες τραγωδίες, δανδήδων και δολοφόνων σε επιτυχίες του συρμού, καλοαναθρεμμένων αστών σε αισθηματικές κωμωδίες χωρίς αξιώσεις. Ο Χέντρικ Χέφγκεν εμφανίζεται σε προλεταριακά καμπαρέ και σε δεξιώσεις εθνικοσοσιαλιστών, χρηματοδοτεί κομμουνιστικές οργανώσεις και κολακεύει τη ματαιοδοξία των προνομιούχων, αγαπά μέχρι εκεί που του το επιτρέπει η καριέρα του, παντρεύεται και χωρίζει από συμφέρον, κατηγορεί τους συμβιβασμένους και συμβιβάζεται κάθε μέρα και πιο πολύ. Η ηθική ουδετερότητα της τέχνης γίνεται στην περίπτωσή του άλλοθι και πρόφαση για να υπηρετήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Και το πιο επικίνδυνο μ’ αυτό το άλλοθι, είναι ότι το πιστεύει βαθιά ο ίδιος ο Χέφγκεν.

Το Μεφίστο είναι, λοιπόν, και ένα μυθιστόρημα για την αυτονομία της τέχνης. Ο πρωταγωνιστής του επιλέγει να επιστρέψει από το εξωτερικό, όπου βρίσκεται τη στιγμή που επικρατεί η χιτλερική δικτατορία, στη ναζιστική Γερμανία, να δοξαστεί εκεί και να αποκτήσει πλούτο και φήμη. Ο συγγραφέας του, ωστόσο, επέλεξε τον αντίθετο δρόμο. Διαισθανόμενος ότι οι μέρες που ξημέρωναν για την πατρίδα του μετά την 30ή Ιανουαρίου 1933 θα ήταν πικρές και μοιραίες για κάθε αντίπαλο του καθεστώτος, ο Κlaus Mann έφυγε από τη χώρα του τον Μάρτιο του ίδιου έτους, για να μην επιστρέψει ποτέ. Συνέχισε βέβαια να γράφει πυρετωδώς σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, εντάσσοντας έτσι το έργο του στο πλαίσιο της λεγόμενης «λογοτεχνίας της εξορίας», στην οποία άλλωστε συγκαταλέγεται και το έργο του πατέρα του, Thomas Mann, και του Bertolt Brecht, για να αναφέρουμε μόνο τους επιφανέστερους εξόριστους Γερμανούς συγγραφείς. Ο Κlaus Mann, όμως, ιδιαίτερα στο Μεφίστο, δεν απαξιώνει συλλήβδην όσους έμειναν πίσω − η εξορία είναι μερικές φορές μια πολυτέλεια που δεν μπορούν όλοι να παρέχουν στον εαυτό τους. Όλα τα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας της δεκαετίας 1926-1936 σκιαγραφούνται με ζωντάνια από τον συγγραφέα, με γνώση της ανθρώπινης ψυχής και κατανόηση για τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί την απομάκρυνσή του από τη χώρα ως παντιέρα ηθικής ανωτερότητας, αλλά δείχνει με αμείλικτη διαύγεια την ηθική διαφθορά της άρχουσας τάξης, που αποδέχτηκε τον πόλεμο ως αναγκαιότητα, την εξαπάτηση των εξαθλιωμένων πολιτών, τον αγώνα της εσωτερικής αντίστασης, που οδήγησε πολλούς Γερμανούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Κlaus Mann θέλει να δείξει σ’ όλον τον κόσμο, ότι όποιος κάνει πως δεν ακούει τα προειδοποιητικά σήματα, όποιος κλείνεται στο καβούκι του ατομισμού, όποιος καμώνεται πως η τέχνη του είναι αρκετή δικαιολογία για να ασχολείται μόνο με ζητήματα μιας αισθητικής αυτάρεσκης, παρασύρεται αργά ή γρήγορα από το ρεύμα.

Το Μεφίστο δημοσιεύεται το 1936 στην Ολλανδία. Ούτε λόγος φυσικά για κυκλοφορία του βιβλίου στη Γερμανία μέχρι το τέλος του πολέμου. Το αξιοπερίεργο είναι πως το Μεφίστο εξακολουθεί να είναι εκτός νόμου στη Δυτική Γερμανία μέχρι το 1981. Ο λόγος; Πρότυπο για τη μυθιστορηματική φιγούρα του Χέφγκεν αποτελεί ο Γκούσταβ Γρύντγκενς, ένας ηθοποιός με τον οποίο ο συγγραφέας είχε στενούς φιλικούς και οικογενειακούς δεσμούς τη δεκαετία του 1920, αποδείχτηκε όμως καιροσκόπος και πράγματι ανήλθε στα ανώτερα θεατρικά αξιώματα επί Χίτλερ. Ακόμη και όταν ο Γκρύντγκενς έφυγε από τη ζωή, ο θετός γιος και κληρονόμος του πέτυχε την απαγόρευση της κυκλοφορίας του έργου, απαγόρευση που επικυρώθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Γερμανίας το 1971, με το σκεπτικό ότι ενόψει της συγκρούσεως δύο ατομικών δικαιωμάτων (ελευθερία καλλιτεχνικής έκφρασης – δικαίωμα διαφύλαξης της αξιοπρέπειας και μνήμης του εκλιπόντος) το δεύτερο υπερισχύει του πρώτου. Η καλλιτεχνική ελευθερία, σύμφωνα με αυτήν την απόφαση-σταθμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το συνταγματικό δίκαιο, δεν ισχύει απεριόριστα. Κατά παράδοξο τρόπο, η απόφαση που ανάγκασε τη φωνή του –νεκρού πλέον– συγγραφέα να σιγήσει στην ίδια του την πατρίδα, έρχεται να επικυρώσει το έργο του: γιατί θέτει ηθικά όρια στην ελευθερία της τέχνης − αποτελεί θέμα διαφορετικής συζήτησης το αν κάποιος αποδέχεται τα συγκεκριμένα ηθικά όρια, δηλαδή την υστεροφημία του οπαδού ενός μισάνθρωπου δικτατορικού καθεστώτος.

Το Μεφίστο είναι, φυσικά, και ένα μυθιστόρημα για την πολιτική. Όχι για τις διακηρύξεις των κομματικών παρατάξεων, τις σημαίες, τις ιδεολογικές αποχρώσεις, ούτε καν για τον εκμαυλισμό του πλήθους από λαοπλάνους σε καιρούς κρίσης, αλλά για την ελευθερία και την πολιτική ως ατομική ευθύνη. Ως μια επικίνδυνη και αναπόφευκτη σύγκρουση με την έξωθεν επιβαλλόμενη αναγκαιότητα – είτε αυτή λέγεται πολιτικό καθεστώς, είτε λέγεται κοινωνικά επιβεβλημένη ιδεολογία, είτε λέγεται φυσική αδυναμία και εκμηδένιση. Ως μια αναμέτρηση με την ασημαντότητα του ανθρώπινου πλάσματος, που ωστόσο, μόνο αυτό μέσα στην πλάση, καλείται να επιλέξει. Και από τις επιλογές του εξαρτώνται οι τύχες πολλών άλλων, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι. Ο ήρωας του Μεφίστο επιλέγει να βυθιστεί στην εγωπάθειά του, αν και η συνείδησή του πάντα τον τύπτει, ασθενικά, αλλά επίμονα. Επιλέγει να συνδιαλεχθεί με ό,τι βδελυσσόταν και να σφίξει το χέρι του Τέρατος, για να μπορεί να λογαριάζεται μέλος της πνευματικής ελίτ ενός τόπου, απ’ όπου το πνεύμα έχει δραπετεύσει εδώ και πολύ καιρό. Στον αναγνώστη εναπόκειται η κρίση και η ελεύθερη σκέψη: γιατί το Μεφίστο δεν αναφέρεται –ή τουλάχιστον δεν αναφέρεται μόνο– στο μακρινό εκείνο και ζοφερό 1936. Δεν μιλάει για μια άλλη εποχή, που δεν μπορεί πλέον να επαναληφθεί. Το Μεφίστο είναι ένα δράμα που θα παίζεται μέσα σε κάθε άνθρωπο, όσο υπάρχει έστω και μια απειροελάχιστη δυνατότητα ατομικής επιλογής.

 

Στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τόμας Μαν βασίστηκε η ταινία «Μεφίστο» του Ίστβαν Ζάμπο, συμπαραγωγής Ουγγαρίας-Δυτ. Γερμανίας-Αυστρίας 1981, με πρωταγωνιστή τον Γερμανό ηθοποιό Κλάους Μαρία Μπραντάουερ. Η ταινία διακρίθηκε με Βραβείο Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας 1982, Βραβείο Σεναρίου και Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ των Καννών 1981 και Βραβείο καλύτερης ταινίας της Ένωσης Αμερικανών Κριτικών.

 

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο Κλάους Μαν, πρωτότοκος γιος του Τόμας Μαν, γεννήθηκε το 1906 στο Μόναχο. Έγραψε διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Εργάστηκε ως κριτικός θεάτρου, ενώ παράλληλα έγραψε και παρουσίασε μια σειρά πρωτοποριακών και προκλητικών θεατρικών έργων, τα οποία προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση και αντιδράσεις στη Γερμανία του Μεσοπολέμου. Οι σοσιαλιστικές ιδέες του, το πάθος του για τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία του, που ουδέποτε έκρυψε ή καπαπίεσε, τον οδήγησαν συχνά σε σύγκρουση με το περιβάλλον του. Αυτοκτόνησε στις Κάννες, στις 21 Μαΐου 1949.

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ

Η Σοφία Αυγερινού είναι συγγραφέας, μεταφράστρια και εκπαιδευτικός. Έχει σπουδάσει Νομικά, Φιλοσοφία του Δικαίου και είναι διδάκτωρ Γερμανικής Φιλολογίας. Έχει δημοσιεύσει τρία μυθιστορήματα: Τρεις κόρες (Νεφέλη 2017), Ο άλλος Λάζαρος (Νεφέλη 2014) και Το χρονικό μιας Διαβολούπολης (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2003). Από τις Εκδόσεις Έρμα κυκλοφόρησε το 2019 το Μεφίστο του Klaus Mann, ενώ από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας κυκλοφορούν οι μεταφράσεις της: Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο του Αλ. Δουμά (2018), Δεύτερο Σώμα του Milorad Pavić (2007), Εθνικισμός, κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες. Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας (6/7 Σεπτεμβρίου 1955) της Dilek Güven (2006) και Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932) των Lady Mary Montague κ.ά. (2005).

 

 

Πηγή: Από τη στήλη ‘Eνα βιβλίο, μια μετάφραση που επιμελείται η Μαρία Σφυρόερα στην ιστοσελίδα της  ΕΡΤ  (22/2/2020)

You may also like