Σπύρος Σιάτρας
Η Πόρτα
Έφτασε καθυστερημένος. Δέκα λεπτά περίπου. Είδε κόσμο μαζεμένο απ’ έξω. Αρκετοί όρθιοι, μαζεμένοι έξω από την πόρτα.
Κάποιοι ήταν καθιστοί στα εξωτερικά τραπέζια, αλλά μάλλον ήταν άσχετοι με τα τεκταινόμενα. Στους καθιστούς υπερίσχυε η φωνή ενός νεαρού φοιτητή –μάλλον- wannabe κάτι, που έδινε την αίσθηση πως καπέλωνε τις κουβέντες των υπολοίπων της παρέας του μιλώντας με στόμφο και σιγουριά για το θέμα. Το όποιο θέμα.
Στους ορθίους, υπήρχαν μικρά πηγαδάκια, χαμηλόφωνα, που αισθητικά τουλάχιστον υπερκάλυπταν τις φανφάρες του φοιτητή. Φαίνονταν επιλεκτικοί άνθρωποι, που έχουν φάει στην μάπα διαφορών λογιών λογύδρια και δεν έδιναν σημασία πια.
Και μέσα όμως, φαινόταν κόσμος καθισμένος να παρακολουθεί.
Αγχώθηκε πως η παρουσίαση είχε αρχίσει και τάχυνε το βήμα.
Προσπέρασε με ελιγμούς, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Ο χώρος γνωστός, είχε παρευρεθεί και σε άλλες παρουσιάσεις βιβλίων εκεί.
Με το που μπήκε, κοίταξε το πάνελ και δεν είδε κανέναν γνωστό. Σκάναρε και τους καθισμένους και παρακολουθούντες, ούτε κι εκεί.
Μόλις μάλιστα άκουσε και την φράση από έναν από τους ομιλητές «… στην Μακεδονία, όταν εξέλειπε ο κομουνιστικός κίνδυνος…», τα έχασε τελείως.
Ξανακοίταξε άλλη μια φορά. Το κοινό, δεν φαινόταν να έχει –εξωτερικά τουλάχιστον- κανένα χαρακτηριστικό εκείνων που ήξερε πως θα ήταν στην βιβλιοπαρουσίαση που είχε έρθει να παρακολουθήσει. Δηλαδή, κόκκινα μάτια και κέρατα, μυτερό γενάκι, οπλές τράγου για παπούτσια, μακριές ουρές και τρίαινα στο χέρι.
Δεν υπήρχαν τρίαινες, ούτε μακριές ουρές και οπλές. Αντίθετα ειδε και μερικές γραβάτες. Παλιές.
Φαίνονταν να ήταν «κανονικοί». Θα μου πεις, οι περισσότεροι έτσι φαίνονται. Και εκεί είναι που γίνονται δράματα. Τέλος πάντων.
«Λάθος γαμώ την τύχη μου μέσα!…» μουρμούρισε.
Κοίταξε προς την κλειστή πόρτα που μόλις πριν λίγο είχε διαβεί για να μπει και ξεκίνησε να βγει έξω να ανασάνει και να πάρει ένα τηλέφωνο να δει τι σκατά έγινε.
Ανοίγοντας την πόρτα και ακριβώς απ’ έξω, καθισμένο σε ένα παρτεράκι είδε τον συγγραφέα του βιβλίου. Δεν γνωρίζονταν αλλά τον είχε ξαναδεί. Συναντήθηκαν τα βλέμματά τους και ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι του και του συστήθηκε ως «φίλος του φβ».
[Πόσο ξεφτίλα ρε συ; Πόσο; Τι μαλακίες λες του ανθρώπου;]
(Σκάσε ρε, εντάξει, έτσι μου βγήκε. Τι θες τώρα;)
Στην πορεία του ανταμώματος των χεριών, ντράπηκε πολύ, «τι σκατά κάνω τώρα; Τι τον ενοχλώ τον άνθρωπο. Του τα ζαλίζουν τόσοι, εσύ γιατί;». Παρ΄ όλα αυτά η χειραψία ολοκληρώθηκε με αμήχανα χαμόγελα και με κερασάκι την ηλίθια ερώτηση «Τι γίνεται;» για να παίρνει την πρέπουσα απάντηση: «Να εδώ, παρουσιάζουμε ένα βιβλίο μου».
«Ναι, το ξέρω, γι΄αυτό ήρθα» ήταν η απάντηση και του έδειξε το μόλις αγορασμένο βιβλίο.
«Οι άλλοι μέσα, τι φάση;;» ξαναρώτησε.
(Μαλάκα, είσαι και θρασύς! Συνεχίζεις να τον πρήζεις τον άνθρωπο…)
Ήρεμη και στωική η απάντηση «Ε, δεν έχουν τελειώσει οι προηγούμενοι…»
Του ψέλλισε κάτι ανούσιο και αποσύρθηκε στα πεζούλια, να τον αφήσει ήσυχο τον άνθρωπο, με την παρέα του. Θα τον άκουγε μέσα άλλωστε.
Ο φοιτητής εξακολουθούσε τα δικά του.
Οι όρθιες συντροφιές εξακολουθούσαν να εστιάζουν στα δικά τους.
Έμεινε να κοιτάζει την Πόρτα.
Όχι του χώρου της παρουσίασης, αλλά το εξώφυλλο του βιβλίου:
Έστριψε τσιγάρο. Ένα. Το κάπνισε. Μετά και ένα δεύτερο. Το κάπνισε κι αυτό. Ο φίλος δεν θα ερχόταν του είπε στο τηλέφωνο. Καθόταν μόνος στο κρύο πεζούλι κοιτάζοντας μια την πόρτα και μια την Πόρτα.
Το βιβλίο δεν το είχε διαβάσει ακόμη. Από τη πόρτα άρχισαν να βγαίνουν απελπιστικά αργά οι «προηγούμενοι». Ανοιγόκλεινε η πόρτα, μπαινόβγαινε κόσμος. Ανοιγόκλεινε την Πόρτα, αλλά δεν επέτρεπε στον εαυτό του να διαβάσει τίποτα. Όχι εδώ. Όχι τώρα.
Και κάπου εκεί, αισθάνθηκε άσχημα. Για δύο λόγους.
Ο ένας ήταν που, είχε περάσει ένα σαραντάλεπτο από την προγραμματισμένη έναρξη της παρουσίασης του βιβλίου και οι «άλλοι» μέσα δεν είχαν τελειώσει. Και όταν τελείωναν, οι σερβιτόροι θα προσπαθούσαν να ετοιμάσουν λίγο την αίθουσα, ώστε να μπουν οι επόμενοι. Φύγε εσύ – έλα εσύ δηλαδή. Διαδικασία φασόν. Και θεωρούσε πως αυτό ήταν προσβλητικό τόσο για τον κόσμο που περίμενε, όσο -και κυρίως- για τον συγγραφέα.
Ο άλλος λόγος ήταν πως, δεν είχε διαβάσει το βιβλίο. Και αυτό ήταν προσβλητικό για τον ίδιο.
(-Να καταλάβεις τι ρε χάπατο; Αφού δεν το έχεις διαβάσει…
-Σκάσε ρε! Ήρθα τώρα, πάει…)
Και σαν μην έφταναν αυτά, είχε δείξει και θράσος να πάει να του απλώσει την χερούκλα του και να του συστηθεί. Ως «φίλος από το φβ». Δεν του έλεγε καλύτερα· «Καθηγητής και Γονιός –Ερασιτέχνης Πορτιέρης δηλαδή». Πιο πετυχημένο θα ήταν.
Σηκώθηκε και έφυγε. Ήρεμα. Σιωπηλά. Χωρίς δικαιολογίες. Απλά, έφυγε.
Δεν θα ευχαριστιόταν την παρουσίαση, το ήξερε πια μέσα του.
Ίσως μιαν άλλη φορά.
—————————-
Μερικές μέρες μετά αποφάσισε να διαβάσει το βιβλίο.
Είχε φροντίσει βέβαια με προσοχή, να μην διαβάσει από πριν ΚΑΜΙΑ κριτική ή παρουσίαση για το βιβλίο. Ήθελε να έχει το μυαλό «καθαρό». Το δικαιούνταν και ο συγγραφέας και ο ήρωάς του. Και ο ίδιος. Μπας και ξεπλενόταν λίγο κι εκείνη η εντελώς αποτυχημένη «αυτοσύσταση». (Άκου ρε “φίλος του φβ”! Βλάκα, ε βλάκα!…)
Θυμόταν πως ήταν μέρος τριλογίας. Εσωτερικό βιβλίο. Ημερολόγιο. Καταγραφή. Προσωπική. Αλλά όχι μόνο. Με χιούμορ. Ιδιαίτερο. Άλλοτε υποχθόνιο, άλλοτε πιο φανερό. Με σκέψεις οικείες. Κάποιες φορές επικίνδυνα οικείες. Με την οπτική τού μέσα και του έξω να μπλέκονται η μια μέσα στην άλλη. Και κινηματογραφικές-σεναριακές αφηγήσεις σε κάποια σημεία. Και αυτοσαρκασμό, αυτοέκθεση, αυτολύτρωση. Μπα, όχι αυτολύτρωση. Αυτοανάλυση και αυτοκριτική. Συνεχή. Κάργα στους συμβολισμούς και στους εσωτερικούς μονολόγους. Και έντεχνα κρυμμένα μέσα, ως κομμάτια του όλου, και θέατρο και ψυχολογία και ψυχανάλυση και καταραμένοι συγγραφείς. Μάλιστα, όταν εντόπιζε κανένα τέτοιο και δεν ήταν σίγουρος, το γκουγκλαρε. Και το έβρισκε. Και χαμογέλαγε για το «συγγραφικό κόλπο» της ενσωμάτωσης. Σαν μικρά τεστ. Αόρατα. Για «αυτοτεστάρισμα» του αναγνώστη. Ωραιότατα.
Του άρεσε αυτή η γραφή. Μέσα από το προσωπικό του φίλτρο, του θύμιζε πολλά. Σκόρπια και χρόνια πίσω, αλλά πολλά. Κάτι φίλους που έφυγαν, κάτι παλιά κόμικ, κάτι παλιά βιβλία κάτι μισά μεθύσια και κάτι βαθιές κουβέντες. Που δεν τελείωσαν ποτέ. Επειδή δεν έπρεπε να τελειώσουν. Επειδή, σκόνταφταν πάνω στο θεμελιώδες ερώτημα: «Από ποια μεριά της Πόρτας είσαι, τι βλέπεις, τι επιθυμείς, που θες να πας, γιατί πρέπει να επιλέξω, ποιος μαλάκας καθορίζει που θα μπαίνουν πόρτες, τι χρήση θα έχουν, πότε τις περνάμε, τι σκατά χρειάζονται στην τελική, ποιος είσαι ρε; – εσύ είμαι ρε βλάκα, τι υπάρχει από την άλλη μεριά, υπάρχει όντως άλλη μεριά;» και τέτοια.
Και για να έρθει να δέσει το όλο σκηνικό της ανάγνωσης, έβαλε στο γιουτουμπ και έπαιζε αποκλειστικά Genesis, Emerson-Lake & Palmer, Pink Floyd.
Ειδικά με τους Floyd, τα The Wall, The Division Bell, The Endless River, έφτιαξε ένα φοβερό προσωπικό soundtrack.
Τελικά, υπάρχει κάτι ιδιαίτερο με τις Πόρτες.
Όσο μυστήριο κρύβουν κλειστές, άλλο τόσο δέος παρουσιάζουν μισάνοιχτες.
Φαντάσου λοιπό τον πανικό όταν δεν υπάρχουν καθόλου. Ή όταν απομυθοποιούνται.
Αμέτρητες οι ιστορίες και οι επιλογές.
Αποφάσισε τελικά, πως καλύτερα που έφυγε στην παρουσίαση. Το διάβασε το βιβλίο και το «βίωσε» μόνος του. Με τον εαυτό του. Όπως πρέπει πρώτα ο καθένας να αναμετριέται. Να αποφασίσει ο καθένας ποια κλειδιά του αντιστοιχούν σε ποιές πόρτες και αν τελικά αξίζουν να υπάρχουν ως τέτοιες. Και γιατί. Και μέχρι πότε.
Και τέτοια ζυγίσματα, καλό είναι να γίνονται πρώτα ιδιωτικά.
Και έντονη η αίσθηση πως κάπως έτσι θα προτιμούσε και ο ίδιος ο συγγραφέας να «βιωθεί» η ανάγνωσή του. Μάλλον δηλαδή. Στην τελική, ό,τι ήθελε να πει το είπε. Το τι θα αποθησαυρίσει ο κάθε αναγνώστης, δεν το ορίζει πια. Και δεν τον αφορά ίσως.
Αλλά με τα ιδιαίτερα βιβλία και τις ιδιαίτερες γραφές δεν μπορείς να είσαι και ποτέ σίγουρος 100%.
Όπως και με τις μισάνοιχτες ή ξεχαρβαλωμένες πόρτες.
Εν κατακλείδι· ήξερε πια πως του άρεσε το βιβλίο και θα το ξαναδιαβάσει κάποια στιγμή.
Αυτά και fade out…
Πηγή: artinews (25/3/2019 )