Αλέξανδρος Στεργιόπουλος
Φτιάχνοντας τα ερείπιά μας
Η φωνή του λαϊκού τραγουδιστή, του Μητροπάνου, απευθύνεται στη Ρόζα που τον κοιτάζει μουδιασμένο. Κι αν δεν ξέρεις, αφήνεσαι στο κοίταγμα αυτού του «φανταστικού» προσώπου. Η αλήθεια, όμως, είναι εδώ και διανύει χρόνους και χώρους και στιγμές και νίκες και μεγάλες ήττες του εργατικού κινήματος. Δεν πρόκειται για μια τυχαία Ρόζα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι αυτή που ρίχνει το «αλύγιστο» βλέμμα της στους καιρούς μας, στο «τώρα», στο «χθες» και στο «αύριο». Αυτή η μεγάλη κομμουνίστρια είχε πει το εξής: «Στην αστική κοινωνία ο ρόλος της Αριστεράς είναι ο ρόλος του κόμματος της αντιπολίτευσης. Σε κόμμα εξουσίας επιτρέπεται να υψωθεί μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους». Και σε αυτό το σημείο η πένα πετάει τη σπίθα και η φωτιά ξεκινά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Μια νησίδα μένει αποκομμένη -τυχαία; Σκόπιμα;- και σώζεται και όσοι την κατοικούν καλούνται να χτίσουν τη νέα εποχή, να δέσουν το ατσάλι και το σφυροδρέπανο να υψωθεί ψηλά. Μια θάλασσα αβεβαιότητας απλώνεται μπροστά στον νέο κόσμο και οι ζωντανοί βλέπουν τα γυάλινα βλέμματα στον βυθό της. Οι προλετάριοι ενώνονται και ο κόσμος προχωρά, ακονίζει τις λεπίδες του, τις αντιδράσεις του και περιμένει τον αντίπαλο. Η πένα ξεδιπλώνει τα φύλλα της αφήνει πίσω της το μυθιστόρημα «Θα κάψω το Παρίσι» (Εκδόσεις Ερμα).
Ο Μπρούνιο Γιασένσκι, μέσα από τη λαμπερή μετάφραση (και επιλεγόμενα) της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη, έρχεται να μας θυμίσει πού μπορεί να οδηγήσει η αποφασιστικότητα του εργάτη-αγρότη-φοιτητή-στρατιώτη και πόσο απαραίτητο είναι να αναμετριέσαι διαρκώς με τον καπιταλισμό και τη βαρβαρότητα που ρίχνει στις πλάτες αυτών που παράγουν, μοχθούν, αγωνίζονται. Έρχεται να μας πει, με τον τρόπο του, «μορφωθείτε πολιτικά, ιδεολογικά και διαλέξτε αυτούς που θέλουν να καταργήσουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο». Και σε αυτό το ρωμαλέο μυθιστόρημα, βαθιά χωμένο στις ρίζες της ανθρώπινης συνείδησης, η προλεταριακή φλόγα δεν σβήνει. Λίγο πριν το φινάλε, στη σελίδα 357 διαβάζουμε: Σας μιλάει το εργατικό Παρίσι. Εργάτες! Αγρότες! Σκλαβωμένοι λαοί! Ο πόλεμος με την ΕΣΣΔ είναι πόλεμος εναντίον σας, είναι πόλεμος κατά της κομμούνας που θα έπρεπε να υπερασπιστείτε σαν ένα διεθνές, επαναστατικό προπύργιο στη θάλασσα της καπιταλιστικής Ευρώπης. Όλοι στα όπλα! Όλοι στο πλευρό του επαναστητημένου Παρισιού! Για ανεξ… ειρήν… με τη Σοβιετ… Μετά απ’ αυτό είναι το ρίγος που σε διαπερνά και οι μνήμες που άντεξαν στον χρόνο και μεταφέρθηκαν σε εμάς που πασχίζουμε να κρατηθούμε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Το «Θα κάψω το Παρίσι» είναι ένα δυναμίτης στα θεμέλια των πληγωμένων καιρών μας.
Το «Θα κάψω το Παρίσι» διαθέτει την ένταση του αυθόρμητου, την εσωτερική αναταραχή που προκαλεί η κορύφωση της ιδεολογικής, διαλεκτικής, ζύμωσης και τη φρεσκάδα της νιότης που ρίχνεται στην ταξική μάχη. Γι’ αυτό και οι εναλλαγές στο ύφος που αποτυπώνεται εύγλωττα στις φράσεις και στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Το συλλογικό φιλτράρεται μέσα από το ατομικό και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός γεμίζει τις αγωνίες, τις παύσεις, τις προσδοκίες του πρωταγωνιστή. Το φουτουριστικό πνεύμα του Γιασένσκι εκδηλώνεται στη διάπλαση και σταδιακή εξάπλωση του μύθου και στο εσωτερικό αποτύπωμα που αφήνουν οι περιγραφές και η αφηγηματική ροή.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1928 και ανήκει σε αυτά που όχι μόνο «διάβασαν» την εποχή τους, αλλά και βρέθηκαν μπροστά απ’ αυτήν. Το βασικό ερώτημα για τον συγγραφέα (εκφραστής του ευρωπαϊκού μοντερνισμού) είναι «πώς θα φτιάξουμε τα δικά μας ερείπια;». Γι’ αυτό και όλα ξεκινά από κάτω, από έναν νεαρό γάλλο εργάτη ονόματι Πιερ. Βλέπει τη ζωή του να καταστρέφεται όταν ξαφνικά απολύεται από τη δουλειά του, η αγαπημένη του τον εγκαταλείπει και ο σπιτονοικύρης του τον πετάει έξω. Ε, από το σημείο αυτό αρχίζουν να φωτίζονται οι ρωγμές του σάπιο εκμεταλλευτικού συστήματος και οι περίτεχνοι λογοτεχνικοί ελιγμοί του Γιασένσκι. Το «Θα κάψω το Παρίσι» ακολουθεί τη ροή της Ιστορίας κρατώντας την αντανάκλαση της ουράνιας εφόδου.
(Πηγή: Το Περιοδικό)