Θανάσης Μήνας
Μυστικισμός και συλλογική παραφροσύνη
Στα συμφραζόμενα του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού μοντερνισμού, τα κυριότερα έργα του Χέρμαν Μπροχ αξιώνουν μια θέση ανάμεσα στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις ή τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ. Με τον Τζόις, εξάλλου, τους συνέδεε αμοιβαία -εξ αποστάσεως- φιλία και αλληλοεκτίμηση.
Ο Χέρμαν Μπροχ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1886. Αρχικά εργάστηκε στο υφαντουργείο του πατέρα του, αλλά το 1925, όταν πλησίαζε τα σαράντα, εγκατέλειψε τη θέση του για να σπουδάσει μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τους ναζί, ο Μπροχ συνελήφθη από την Γκεστάπο, επειδή θεάθηκε (ή τον κατέδωσαν) να διαβάζει μια σοσιαλιστική εφημερίδα. Αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση των φίλων του, και ιδίως του Τζόις. Κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου φιλοξενήθηκε από τον Τόμας Μαν και τον Αϊνστάιν. Απεβίωσε το 1951 στο Νιού Χέιβεν.
Είναι παράδοξο ότι ένα από τα πιο τολμηρά και καινοτόμα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, οι Υπνοβάτες (μτφ. Σοφία Αυγερινού, Έρμα, 2022), γράφτηκε από έναν άνθρωπο που θεωρούσε τη λογοτεχνία ένα φτωχό υποκατάστατο της φιλοσοφίας. Ειδικά μετά τα εγκλήματα του ναζισμού, ο Μπροχ, σε διαλεκτική με τον Αντόρνο, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ποίηση είναι ανήθικη σε μια εποχή παρακμής∙ απέρριψε τη λογοτεχνία και αφοσιώθηκε μέχρι τον θάνατό του, το 1951, στη μελέτη της μαζικής ψυχολογίας και πολιτικής.
Ο Μπροχ ολοκλήρωσε Τα μάγια τον Ιανουάριο του 1936, τέσσερα περίπου χρόνια μετά την ολοκλήρωση της μνημειώδους τριλογίας του και εννέα χρόνια πριν από τη δημοσίευση του επίσης εμβληματικού μυθιστορήματος Ο θάνατος του Βιργίλιου. Στα Μάγια ο Μπροχ περιγράφει ένα ημερολογιακό έτος από τη ζωή μιας ορεινής αγροτικής κοινότητας στα χρόνια του Μεσοπολέμου,
Η ιστορία εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας της 1930, σε ένα απομακρυσμένο αγροτικό χωριό των Άλπεων, στους πρόποδες του όρους Κούπρον, κατά τη διάρκεια εννέα μηνών, από τα τέλη του χειμώνα έως το επόμενο φθινόπωρο. Αφηγητής είναι ο γιατρός του χωριού. Άνθρωπος της πόλης ο ίδιος, είχε αποσυρθεί στο χωριό πριν από περίπου δέκα χρόνια, ύστερα από μια καταστροφική ερωτική σχέση, για χάρη μιας διαφορετικής γνώσης που θα ήταν ισχυρότερη ακόμη και από κάθε λήθη. «Εγκατέλειψα την προσπάθεια να γνωρίσω τα πράγματα, για να αναζητήσω μια γνώση που πρέπει να είναι δυνατότερη από την εμπειρική αντίληψη, αρκετά δυνατή, ώστε να γεμίσει όλο το χρονικό διάστημα που έχει δοθεί στον άνθρωπο […] μια γνώση απαλλαγμένη από τη λησμονιά, γεμάτη από το χθες και το αύριο, γεμάτη από το νόημα όσων έχουν υπάρξει και όσων θα έρθουν…»
Μέσα στην ακόμα ειρηνική σε μεγάλο βαθμό κοινότητα, εμφανίζεται μια μέρα ένας ξένος με εξωτική όψη, ο Μάριους Ράτι. Χαρισματικός, ο περιπλανώμενος Μάριους είναι γεμάτος ιδέες για τη σημασία της αγνότητας, την ιερότητα του να ζεις σε αρμονία με τη γη και αποστρέφεται τα δεινά που έχει επιφέρει η τεχνολογία στη ζωή στην πόλη. Διατυπώνει επίσης μεγαλόστομες υποσχέσεις για την επαναλειτουργία των εγκαταλελειμμένων χρυσωρυχείων στο βουνό.
Ο Μάριους φαντάζει στους ντόπιους εκκεντρικός, αν όχι παράφρων∙ αρχικά τον υποδέχονται με αποστασιοποιημένη περιέργεια και χλευασμό. Όμως σταδιακά κερδίζει προσήλυτους μεταξύ των χωρικών. Σε άλλους εξάπτει ένας είδος ρομαντικής αναπόλησης για τα περασμένα μεγαλεία της αγροτικής κοινότητας λόγω του πλούτου που της εξασφάλιζαν τα χρυσωρυχεία, σε άλλους υποδαυλίζει τη ροπή προς την απληστία και τη λαχτάρα του νεοπλουτισμού. Αμφισβητώντας σιωπηρά την πνευματική εξουσία της γηραιάς μάνας Γκίσον, που αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο τη Γαία, τη Μητέρα-Γη, καθώς και τις απόψεις του Μπροχ για την ατόφια αγροτική σοφία, ο Μάριους διακηρύσσει μια νέα τάξη πραγμάτων που βασίζεται στην ανδρική κυριαρχία και στον βίαιο μυστικισμό της γης. Καθώς ο Μάριους εδραιώνει την ψυχολογική του επιρροή στην κοινότητα, οι ιδεοληπτικές διακηρύξεις του γίνονται ολοένα και πιο δυσοίωνες και επιθετικές.
Το θέμα τού πώς διεισδύει η διαφθορά σε μια φαινομενικά αγνή, ειρηνική κοινότητα απασχολεί ιδιαίτερα τον συγγραφέα, ο οποίος στήνει ένας κάπως μυθολογικό σκηνικό προκειμένου να περιγράψει τη διαμάχη που ξεσπάει ανάμεσα στους ντόπιους με επίδικο την εξόρυξη χρυσού. Η κοινότητα χωρίζεται σε δύο φατρίες, τους υπερασπιστές και τους λεηλατητές του βουνού, το οποίο παίρνει την όψη ενός μεγάλου γήινου πνεύματος – εκπροσωπεί, ίσως, την ίδια τη Γερμανία. Οι υπερασπιστές, κυρίως η μάνα Γκίσον και ο γιος της, ο μάστορας Ματίας, προειδοποιούν ότι το βουνό πρέπει να ξεκουραστεί και ότι θα εκδικηθεί όσους το ενοχλούν.
Ο Μάριους πυροδοτεί μια εκστρατεία μίσους ενάντια στον ασφαλιστικό πράκτορα του χωριού, που χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος της πόλης και παρείσακτος. Συγχρόνως, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ευμάρεια, φτάνει στο σημείο να διακηρύξει την αναγκαιότητα μιας αιματηρής θυσίας για την αποκατάσταση της χαμένης αρμονίας της κοινότητας με τη γη. Το βιβλίο κορυφώνεται σε ένα παγανιστικό φεστιβάλ συγκομιδής στη διάρκεια του θερισμού, όπου επικρατούν η μέθη και η έξαψη, κατά το οποίο η εγγονή της μάνας Γκίσον, η Ίρμγκαρντ που έχει ερωτευτεί τον Μάριους, προσφέρεται ως το απαραίτητο αψεγάδιαστο θύμα για να εκπληρώσει τη φρικτή, λυτρωτική του φαντασίωση.
Το μυθιστόρημα του Μπροχ αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια λογοτεχνική μελέτη μαζικών ψυχολογικών φαινομένων. Δεδομένων των ιστορικών-πολιτικών εξελίξεων την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο, εύλογα η ιστορία που αφηγείται μπορεί εν μέρει να εκληφθεί ως μια αλληγορία αναφορικά με την άνοδο των ναζί στην εξουσία και με τον μυστικιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος. Ο Μπροχ δεν στέκεται μόνο στους οικονομικούς παράγοντες (ανεργία, εξωφρενικός πληθωρισμός), στα κοινωνικά φαινόμενα (φτώχια και εξαθλίωση του γερμανικού πληθυσμού), στην έκρυθμη πολιτική κατάσταση (προμοτάρισμα των ταγμάτων εφόδου από τις ελίτ, ανίσχυρο κοινοβούλιο, αδιέξοδες συγκρούσεις σοσιαλδημοκρατών-κομμουνιστών) ή στην απομόνωση της χώρας. Επιχειρεί να ανακαλύψει τις εσωτερικές ανάγκες και τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που έσπρωξαν τους πολίτες της να υποταχθούν τόσο άκριτα στον μυστικισμό και τη δεισιδαιμονία και τελικά να θεοποιήσουν έναν μεγαλομανή παράφρονα.
Ενδεικτικό το σχόλιο του μεγάλου κριτικού λογοτεχνίας Τζορτζ Στάινερ: «Είναι, ίσως, επίτευγμα ακόμα μεγαλύτερο και από τον Δόκτορα Φάουστους, επειδή ο Μπροχ πηγαίνει βαθύτερα από τον Τόμας Μαν και ζητά να κατανοήσει το μυστήριο των ίδιων των δαιμονικών δυνάμεων του Χίτλερ…»
Για πρώτη σε ελληνική έκδοση, σε εξαιρετική μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού.
Πηγή: Η Εποχή