Φώτης Καραμπεσίνης – Μια παραβολή, «εκεί που ο Λόγος υποχωρεί στον Μύθο»

Από Nikos

Φώτης Καραμπεσίνης

Μια παραβολή, «εκεί που ο Λόγος υποχωρεί στον Μύθο»

 

Η Χάνα Άρεντ, στενή φίλη του, στο Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς καταγράφει την εναγώνια πνευματική προσπάθεια του Χέρμαν Μπροχ, την αναζήτηση απαντήσεων στα προβλήματα της εποχής του. Αναφέρει τα στάδια από τα οποία πέρασε, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για τον συγγραφέα η εγκυρότητα μιας πιθανής απάντησης κρυβόταν στη δύναμη του καταναγκασμού που είχε από τη μία πλευρά ο «Μύθος» (η λογοτεχνία) και από την άλλη ο «Λόγος» (η επιστήμη). Στη διάρκεια του ζοφερού 20ού αιώνα ο συγγραφέας απογοητευμένος από τη φρίκη άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπει την πίστη του στον Μύθο, και να μετακινείται προς τον Λόγο και την πολιτική. Εντούτοις, όπως το εκφράζει αδευτέρωτα η Άρεντ, ο Μπρόχ «ήταν ποιητής παρά τη θέλησή του» κάτι που τον ακολούθησε ως το τέλος του – ακόμα κι όταν απώτερος στόχος του υπήρξε η αδήριτη ανάγκη «να υποτάξει κάθε αισθητική στην κυριαρχία του ηθικού». Η τελευταία παραδοχή έχει, θεωρώ, ιδιαίτερη σημασία για τον αναγνώστη που διαβάζει Τα μάγια (κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Έρμα, στην αναμενόμενα απολαυστική μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού).

 

Τα μάγια, περισσότερο από τα προηγούμενα σπουδαία του έργα, φέρουν έντονα τη θεμελιώδη αντίφαση εκείνου που προσπαθεί να υποτάξει το έργο του στην ηθική του στάση, στην κοσμοθεωρία του, και του ποιητή που περιφέρεται άναρχα στους ονειρότοπούς του, έστω παρά τη θέλησή του. Ο διχασμός αυτός διατρέχει το βιβλίο, όπως θα αναλύσω στη συνέχεια, αφού πρώτα σταθώ σε κάποια σημεία που αφορούν τις θεματικές και την ερμηνεία.

 

Τα Μάγια είναι γραμμένα ως παραβολή, εξ ου και ο αρχικός τίτλος ήταν Δήμητρα (η αρχαία ανθρωπόμορφη θεότητα της καλλιέργειας, της καρποφορίας και της γενναιοδωρίας). Συγκεκριμένα, η μάνα Γκίσον, κυρίαρχη μορφή στο βιβλίο, αποτελεί το αρχέτυπο της χθόνιας λατρείας, της πηγής της ζωής, του άχρονου που συναρθρώνεται με το πεπερασμένο και βασίζεται στην Ελληνίδα Θεά. Εξαρχής η δράση τοποθετείται στη φανταστική οροσειρά Κούπρον, με αφηγητή τον γιατρό του χωριού, ο οποίος καταγράφει και ταυτόχρονα μετέχει στα δρώμενα. Βρισκόμαστε στην εποχή του Μεσοπολέμου και η αγροτική κατά βάση κοινωνία συνταράσσεται με την εμφάνιση ενός μοναχικού και παράξενου επισκέπτη, του Μάριους Ράτι, ο οποίος αποφασίζει να παραμείνει στο χωριό. Σταδιακά επιβάλλεται στους κατοίκους, εν είδη δικτάτορα, τους μαγεύει, με απρόσμενες συνέπειες που κορυφώνονται σε μια αιματηρή τελετή προάγγελο όσων δεινών θα ακολουθήσουν.

Το βιβλίο, ως παραβολή επαναλαμβάνω, εμπεριέχει πολλούς αντιθετικούς άξονες, εκ των οποίων εν τάχει θα αναφερθώ σε κάποιους. Οι δυνάμεις του απολυταρχισμού όπως τις εκφράζει ο Μάριους με τους οπαδούς του κινούνται στη λογική του διχασμού, της σχάσης, της ετερότητας. Ο διχαστικός λόγος του «εμείς οι αγνοί της γης» και οι άλλοι «οι μολυσμένοι του άστεως, του εμπορίου, της εκβιομηχάνισης» αναδεικνύει τη γνωστή πλέον αντι-νεωτερική θεωρία του φασισμού. Ο απλουστευτικός βιταλισμός, η λατρεία του αίματος, ο μυστικισμός και η παρεπόμενη λατρεία του Αρχηγού δεν αφήνουν περιθώρια συνύπαρξης με ό,τι διαφορετικό, αφού το «νέο» εν προκειμένω δεν συνοδεύει το παρελθόν αλλά βιώνεται ως ρήξη με αυτό.

Βρισκόμαστε στην εποχή του Μεσοπολέμου και η αγροτική κατά βάση κοινωνία συνταράσσεται με την εμφάνιση ενός μοναχικού και παράξενου επισκέπτη, του Μάριους Ράτι, ο οποίος αποφασίζει να παραμείνει στο χωριό. Σταδιακά επιβάλλεται στους κατοίκους, εν είδη δικτάτορα, τους μαγεύει, με απρόσμενες συνέπειες που κορυφώνονται σε μια αιματηρή τελετή προάγγελο όσων δεινών θα ακολουθήσουν.

 

Σε αντίθεση, η μάνα Γκίσον και οι λίγοι υποστηρικτές της, μεταξύ των οποίων και ο γιατρός, είναι η ενοποιός δύναμη, η άχρονη ύπαρξη που εμπεριέχει το γήινο αλλά και το θεϊκό, το συναμφότερον που επιδιώκει την ειρήνη στην ένωση και την αναγέννηση. Κι εδώ υπάρχει ένας μυστικισμός, ο οποίος όμως διαφέρει ρητά από εκείνον του Μάριους και των πρωτοφασιστικών του ιδεών (μάγια), καθότι εμπεριέχει χωρίς να αποκλείει. Παρομοίως, ο Μπροχ προτάσσει μία ακόμα αντίθεση, εκείνη της επιφάνειας και του βάθους. Οι ολοκληρωτικές ιδέες του Μάριους στέκουν στην επιφάνεια των πραγμάτων, στη λεπτομέρεια, στο τοπικό και το μερικό, σε αντίθεση με την ουσία και το βάθος, τη σφαιρικότητα. Το μίσος αντιπαρατίθεται στην αγάπη που εκπορεύεται από το Εσώτατο προτάσσοντας το Εξώτατο, το κούφιο, ποτέ την αξία αλλά το επιφαινόμενο που είναι πάντα έρμαιο των καιρών και των διαθέσεων. Εντούτοις θα σταματήσω εδώ, αφού η ερμηνευτική σε συνδυασμό με τις λογοτεχνικές / ιστορικές αναφορές που προσφέρει η Αυγερινού στα Επιλεγόμενά της είναι πλήρης και δεν θα είχε νόημα να επαναλάβω όσα έχουν ήδη γραφτεί. Θα προχωρήσω στην καθ’ εαυτήν κριτική του βιβλίου που θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον για τους αναγνώστες.

Η ποιητική του έργου

Το έργο της κριτικής είναι να μην παρασύρεται από τα όμορφα γραφόμενα αλλά να εξετάζει συνεχώς και αμερόληπτα κατά πόσον αυτά είναι αναγκαία από αισθητικής άποψης, συνυπάρχοντας αρμονικά εντός του έργου, συνεισφέροντας στην κειμενική ισορροπία. Είναι κάτι που οι περισσότεροι αναγνώστες έχουν παρατηρήσει σε λογοτεχνικά κείμενα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως θέμα ή πλοκή αλλά πάσχουν από τεχνικής άποψης, με αποτέλεσμα η τελική κρίση να είναι κάτι σαν «Εξαιρετικά ενδιαφέρον το θέμα, αλλά έπασχε αφηγηματικά (διάλογοι, ατμόσφαιρα, χαρακτήρες, περιγραφές κ.ο.κ.)». Στο ολοκληρωμένο έργο τα επιμέρους είναι μεν διακριτά, όμως όχι γιατί το ένα ή τα περισσότερα ξεχωρίζουν εις βάρος των άλλων. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην τελική κρίση. Είναι βέβαια πιθανόν να υπάρχουν σημεία που ο τάδε συγγραφέας, ακόμα και οι κορυφαίοι, υπερέχει, ενώ σε άλλα υπολείπεται. Δυστυχώς ως προς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει κάποια συμφωνία όσον αφορά την τελική κρίση. Όλοι οι κριτικοί γνωρίζουν την… αμετροέπεια του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι, σε αντίθεση με την άψογη σε βαθμό εμμονής ισορροπία του Φλομπέρ, αλλά αυτό δεν καθιστά τον τελευταίο «καλύτερο» από τους Ρώσους.

Επιπλέον, τα ως άνω αναπροσαρμόζονται ανάλογα το βιβλίο. Υπάρχουν μεν κοινά χαρακτηριστικά που είναι διακριτά σ’ όλα τα έργα ενός αγαπημένου συγγραφέα, αλλά δεν σημαίνει ότι όλα τα βιβλία του είναι εξίσου επιτυχημένα. Κάτι τέτοιο δεν αναιρεί βεβαίως την αξία του δημιουργού, αλλά συνεισφέρει στην ορθοκρισία που διαμορφώνει το γούστο σε βάθος χρόνου. Ο Μπροχ υπήρξε τεράστιο κεφάλαιο και το κενό που άφησε πίσω του, θεωρώ κι ας ακουστεί απόλυτο, είναι όχι μόνο δυσαναπλήρωτο. Καμία και κανένας μεταγενέστερος γερμανόφωνος συγγραφέας δεν προσέφερε κάτι αντίστοιχο λογοτεχνικά όπως η Μεγάλη Τριάδα του Μοντερνισμού της Κεντρικής Ευρώπης (Μαν, Μούζιλ, Μπροχ). Αυτό θα είναι το μοναδικό σημείο που θα είμαι απόλυτος. Ο θαυμασμός μου για τους Υπνοβάτες παραμένει απεριόριστος για λόγους που έχω ήδη αναπτύξει στη σχετική κριτική. Και είναι αυτή η κρίση και ο σεβασμός που τρέφω στην Αυθεντία που με οδηγεί στη σύγκριση. Δεν θα κομίσω γλαύκα λέγοντας ότι τα Μάγια δεν βρίσκονται στο ύψος των Υπνοβατών ή του Βιργιλίου θάνατος. Κανείς, έχοντας διαβάσει αυτά τα κείμενα δεν υποστήριξε κάτι τέτοιο. Δύο είναι τα επόμενα βήματα εδώ: να εκθέσω τα σημεία πού υπολείπονται τα Μάγια και στη συνέχεια να καταθέσω το γιατί τελικά πρέπει να διαβαστεί το βιβλίο.

Ο Μπροχ υπήρξε τεράστιο κεφάλαιο και το κενό που άφησε πίσω του, θεωρώ κι ας ακουστεί απόλυτο, είναι όχι μόνο δυσαναπλήρωτο. Καμία και κανένας μεταγενέστερος γερμανόφωνος συγγραφέας δεν προσέφερε κάτι αντίστοιχο λογοτεχνικά όπως η Μεγάλη Τριάδα του Μοντερνισμού της Κεντρικής Ευρώπης (Μαν, Μούζιλ, Μπροχ).

 

Ξεκινώ από το πρώτο. Όπως εξέθεσα στο πρώτο μέρος, το έργο σηκώνει δυσβάστακτο βάρος, όπως το βουνό στο οποίο λαμβάνει χώρα η δράση. Συγκεκριμένα, είναι φορέας σημαντικών ιδεών, βαρύνουσας σημασίας για τον χρόνο που γράφτηκε και υπό το βάρος των οποίων… στενάζει. Όσα έχει να πει είναι εξόχως σημαντικά και αυτό συχνά αποτελεί πρόβλημα ακόμα και για τους μέγιστους μεταξύ των κορυφαίων. Το κραταιό μήνυμα που εκπέμπεται καλύπτει με την έντασή του τα ταπεινά εκείνα που συναποτελούν τη λογοτεχνία, το έλασσον που στην τέχνη μετατρέπεται σε μείζον. Οι ιδέες δεν είναι το έργο τέχνης, αν και το έργο τέχνης εμπεριέχει ιδέες. Αλλιώς θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι πρέπει να κρίνουμε αγνές προθέσεις και στη συνέχεια τα μηνύματα, τις διδαχές και τις απόψεις του συγγραφέα. Η άποψη του συγγραφέα είναι αποκλειστικά και μόνο το βιβλίο του, όλα τα επιμέρους που η τεχνική του αρτιότητα σύρραψε από σκόρπια μέλη για να αναστήσει το πλάσμα του μύθου. Αλλιώς μένουν μόνο τα κουρέλια και δύσοσμες σάρκες. Ο Μπροχ φυσικά, ως μέγιστος, ακόμα και στις πιο αδύναμες στιγμές του προσφέρει υψηλής ποιότητας λογοτεχνία. Πλην όμως ακροβατεί επικίνδυνα μεταξύ της τεχνικής τελειότητας που διέκρινε τα αριστουργήματά του και των ιδεών που ήθελε να προβάλει προς τα έξω. Ο καλλιτέχνης άφησε παραπάνω χώρο στον γιατρό, με αποτέλεσμα κάποιες ευδιάκριτες ανισορροπίες. Θα επιχειρήσω να αναφέρω κάποιες.

Για αρχή, οι χαρακτήρες του έργου παρουσιάζονται εξαρχής ως φορείς ιδεών, με αποτέλεσμα όσα κερδίζονται σε ένταση και μήνυμα, να χάνονται σε βάθος. Η παρουσία τους εξυπηρετεί μια σκοπιμότητα και σε αυτή λογοδοτούν, οπότε απεικονίζονται δισδιάστατοι, χάρτινοί. Άπαξ κι εμφανιστούν στη σκηνή, μέχρι να πέσει η αυλαία παραμένουν ίδιοι, λειτουργώντας ως τύποι κι όχι ως προσωπικότητες που εξελίσσονται αντιδρώντας στα ερεθίσματα και σε όσα διαμείβονται. Ως προς αυτό δεν βοηθά και η κατά κάποιο τρόπο γενικότερη μανιχαϊστική προσέγγιση του δημιουργού σ’ αυτό το βιβλίο ειδικά, οπότε οι ρόλοι έχουν μοιραστεί και η παρτίδα όσον αφορά τους χαρακτήρες είναι προδιαγεγραμμένη. Αυτό που απομένει είναι η πλοκή που οδηγείται προς την κλιμάκωσή της. Ακόμα κι ο γιατρός, αν και αφηγητής ων, παραμένει κατά βάση στάσιμος, μετακινούμενος ελάχιστα μόνο σε κάποια κομβικά σημεία.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, υπό μορφή ημερολογίου, απομακρύνει σημαντικά τον Μπροχ από τους εσωτερικούς μονολόγους και τις πολυπρισματικές οπτικές, όπως επίσης και από τις εναλλαγές ύφους που διέκριναν τους Υπνοβάτες. Βεβαίως θα ήταν παράλογο να τον κατηγορήσουμε γι’ αυτό καθότι τα Μάγια είναι ένα άλλο διαφορετικό βιβλίο με εντελώς διαφορετική στόχευση. Κι αν κρίνουμε τη στόχευση, τότε πέφτουμε στο ασύγγνωστο αμάρτημα να κρίνουμε τις προθέσεις του δημιουργού. Εκείνο που μπορούμε μόνο να κρίνουμε είναι κατά πόσον η υπάρχουσα επιλογή υποστηρίζεται ενδοκειμενικά. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούν να αποφευχθούν οι συγκρίσεις με τα αριστουργήματα του ιδίου δημιουργού. Για να το θέσω όσο πιο απλά μπορώ, η αίσθησή μου είναι ότι τα Μάγια είναι τελικά δύο βιβλία: εκείνο του δημιουργού αφενός κι αφετέρου εκείνο του δασκάλου, του προφήτη, του κήρυκα.

Oι χαρακτήρες του έργου παρουσιάζονται εξαρχής ως φορείς ιδεών, με αποτέλεσμα όσα κερδίζονται σε ένταση και μήνυμα, να χάνονται σε βάθος. Η παρουσία τους εξυπηρετεί μια σκοπιμότητα και σε αυτή λογοδοτούν, οπότε απεικονίζονται δισδιάστατοι, χάρτινοί. Άπαξ κι εμφανιστούν στη σκηνή, μέχρι να πέσει η αυλαία παραμένουν ίδιοι, λειτουργώντας ως τύποι κι όχι ως προσωπικότητες που εξελίσσονται αντιδρώντας στα ερεθίσματα και σε όσα διαμείβονται.

 

Είναι στους χαρακτήρες και τα διαλογικά μέρη που υπερισχύει ο δάσκαλος, καθιστώντας τα πιο αδύναμα κατά την άποψή μου. Κατά την αλληλεπίδραση των χαρακτήρων ο καθένας στέκει άτεγκτος σ’ ένα σημείο, εκφέροντας τον μονόλογό του όχι ανάλογα με την τάξη του ή το μορφωτικό του επίπεδο αλλά ως τύπος, ως ηχείο του συγγραφέα. Πλην του αφηγητή, οι λοιποί χαρακτήρες διαβάζουν τα κείμενα που τους έγραψε ο Μπροχ κι αυτό γίνεται ολοένα και πιο αισθητό όσο προχωράμε στο βιβλίο. Ακόμα κι αν λειτουργούν ως σύμβολα, το οποίο είναι εμφανές από την αρχή, θα έπρεπε να υπάρχει κάποια διαφοροποίηση, προκειμένου ο αναγνώστης να ξεχάσει κάτι που είναι πολύ σημαντικό σε κάθε έργο τέχνης: ότι δεν συνομιλεί με τον συγγραφέα άμεσα, αλλά εμμέσως μέσω των χαρακτήρων του. Ο Μπροχ άπλωσε τα… μάγια του σ’ όλη την έκταση του κειμένου, καταπίνοντας τους χαρακτήρες στην ευγενή προσπάθεια να μεταδώσει το μήνυμά του, απομένοντας μοναδικός συνομιλητής του αναγνώστη.

Υπάρχει εδώ βέβαια μια σημαντική αντίρρηση που οφείλω να καταθέσω, η οποία λέει ότι το βιβλίο, όπως επισημαίνει ορθά στα Επιλεγόμενα η μεταφράστρια, είναι «μια παραβολή με μυθολογικά, θρησκευτικά, ψυχολογικά και πολιτικά σημαινόμενα». Η χρήση της παραβολής επιτρέπει στον δημιουργό να χρησιμοποιήσει το φανταστικό και δυσνόητο, συνθέτοντάς το και αντιπαραθέτοντάς το με το ρεαλιστικό και το οικείο. Ως εκ τούτου χάνεται ο πραγματισμός κι ο μύθος επικρατεί, ανοίγοντας τον δρόμο σε κάποιες, τρόπον τινά, «αυθαιρεσίες», οι οποίες στόχο έχουν να αναδείξουν πτυχές διαφορετικές και διακριτές από εκείνες του ρεαλιστικού λόγου. Το συμβολικό στοιχείο έχει μεν αιχμή αλλά ταυτόχρονα πνίγει τις αντιφάσεις, επιβαλλόμενο ολοκληρωτικά. Δεν είναι ένα όπλο που χρησιμοποιείται με ευκολία, αλλά αποδεικνύεται αποτελεσματικό σε ικανά χέρια. Εντούτοις, αυτή υπήρξε, σε τελική ανάλυση, η επιλογή του συγγραφέα και επ’ αυτού ουδέν άλλο σχόλιο.

Η μαγεία του Μπροχ

Υπάρχει λοιπόν μαγεία στα Μάγια, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης; Η μαγεία, θα απαντήσω, βρίσκεται εκεί που ο Λόγος υποχωρεί στον Μύθο κι ο καθοδηγητής ψυχών υποκλίνεται στον «παρά τη θέλησή του ποιητή», για να θυμηθούμε ξανά τη σοφή Άρεντ. Όχι τόσο στα διαλογικά μέρη ή στις προφανείς αντιπαραθέσεις των ιδεών, αλλά στην αφήγηση, στα σημεία που ο Μπροχ παρασύρεται από ποιητικό οίστρο. Η τέχνη αναβλύζει ολάκερη κι ατόφια όταν ο συγγραφέας εκπέμπει χωρίς μεσάζοντες τους χαρακτήρες του βιβλίου, αδιαμεσολάβητα. Ο αναγνώστης νιώθει τότε ότι μετουσιώνεται, ακολουθώντας τη σκέψη του πλάστη σ’ άλλη διάσταση. Οι μικρής έκτασης μονόλογοι που περιγράφουν τη φύση ως αναπόσπαστο τμήμα της ζωής, αλλά και η παραληρηματική καταβύθιση στο εσώτερο Εγώ, στον πυρήνα της ύπαρξης που επιτυγχάνει λεκτικά ο συγγραφέας, καθηλώνουν το πνεύμα του αναγνώστη. Σ’ αυτές τις σελίδες ο μεγάλος συγγραφέας αφήνεται να ξεχειλίσει, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη σε, έστω, αποσπασματικές διαδοχικές επαναγνώσεις, προκειμένου να ανακαλύψει εντός του την αλήθεια των γραφομένων και ταυτόχρονα νιώθοντας το ρίγος που προκαλεί η αναγνώριση του γεγονότος ότι ο Μπροχ βρέθηκε ξανά εκεί, πρώτος στις εσχατιές ενός άλλου σύμπαντος, εκείνου της τέχνης, και επέστρεψε τροπαιούχος για να μεταφέρει το μήνυμα της μαγείας του.

Πηγή: Bookpress

 

 

You may also like