Δημοσιεύτηκε στις Αναγνώσεις της εφημερίδας Αυγή (11/3/2018)
Ο Στέφανος Ροζάνης είναι ένας διανοούμενος που η ακαδημαϊκή του ταυτότητα δεν έχει κατορθώσει να συνθλίψει τις ποιητικές, δηλαδή δημιουργικές, καταβολές του. Αυτό γίνεται ορατό τόσο στις μελέτες του για τον ρομαντισμό μα και σε ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πολιτικές παρεμβάσεις του. Εξηγούμαι: στα πολιτικά του δοκίμια, όπως αυτά για την ουτοπία, δεν ενεργεί σαν ένας ιατροδικαστής, σαν ένας ανατόμος, αντιμετωπίζοντας το θέμα του με την ψυχρή στάση εκείνου που έχει μπροστά του ένα άψυχο σώμα, αλλά ερωτοτροπεί με την ψυχή και το σώμα του αντικειμένου του φθάνοντας στο σημείο να δημιουργεί μια ταυτότητα του υποκειμένου, του εαυτού του, με το αντικείμενο.
Έτσι όποιος θελήσει να αναζητήσει ένα κείμενο σε απόσταση από τον συγγραφέα μάλλον θα πρέπει να απογοητευτεί αφού η ψυχή του συγγραφέα έχει ταυτιστεί με τη διάσωση της ψυχής του αντικειμένου του. Πώς συμβαίνει αυτό; Χρειάζεται να στραφούμε στο ίδιο το κείμενο για να το διαπιστώσουμε.
Το υπό συζήτηση δοκίμιο έχει σαν τίτλο «Η ουτοπία και οι εικόνες της». Ωστόσο ο αναγνώστης καθώς βυθίζεται στο κείμενο μάταια θα αναζητήσει μια περιγραφή –ιστορική ή κοινωνιολογική− των ουτοπικών οραμάτων. Αντιθέτως, θα ανακαλύψει μια επίμοχθη προσπάθεια να δοθεί με λόγια το ουσιώδες της ουτοπίας και της ουτοπικής σκέψης. Έτσι, ο Ροζάνης θα ορίσει την ουτοπία ως το μη-είναι-ακόμα, δηλαδή σαν εκείνο που ακόμη δεν έχει υπάρξει· σαν το άλλο, το έτερο, απ’ ό,τι είναι ήδη υπαρκτό. Αυτό, όπως τουλάχιστον εγώ το κατανοώ, σημαίνει ότι για τον άνθρωπο, κι ο Ροζάνης φαίνεται να έχει κατά νου την ατομική ύπαρξη, υπάρχει μια έλλειψη, μια στέρηση που καθιστά κολοβή την ύπαρξή του.
Το γεγονός ότι κάτι δεν είναι ακόμη υπαρκτό σημαίνει ότι η αποβλεπτικότητα της ουτοπίας είναι το μέλλον. Αλλά το ουτοπικό μέλλον παίρνει σχήμα και μορφή με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν. Ο Αλέξις ντε Τοκβίλ έγραφε πως «από τότε που το παρελθόν έπαψε να φωτίζει το μέλλον ο νους του ανθρώπου περιπλανιέται στο σκοτάδι». Αυτή η ζωντανή παρουσία του παρελθόντος στο παρόν για να δώσει μια προοπτική στο μέλλον είναι ασφαλώς ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του παλαιού καθεστώτος, του ancient regime, το οποίο πόρρω απέχει από τη νεοτερικότητα. Για την ακρίβεια στη νεοτερικότητα το παρελθόν είναι μια πρώτη ύλη από την οποία ο άνθρωπος επιλέγει τα υλικά του για να δημιουργήσει όσες εικόνες ταιριάζουν στο πρόταγμα του μέλλοντος. Ας θυμηθούμε εδώ την περίφημη αλληγορική ερμηνεία του Angelus Novus από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν που κοιτάζει τα ερείπια του παρελθόντος καθώς ένας ισχυρός άνεμος τον παρασύρει στο μέλλον. Αυτό νομίζω εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο τη δημιουργία εκ του μηδενός, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, στην οποία αναφέρεται ο Στέφανος Ροζάνης: οι ουτοπικές εικόνες της νεοτερικότητας αντλούν από το υλικό του παρελθόντος ό,τι ταιριάζει για μια εικόνα του μέλλοντος.
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με τις προνεοτερικές εικόνες της ουτοπίας οι οποίες έχουν θεολογική υπόσταση και αποβλέπουν στην αιωνιότητα. Να θυμίσω εδώ την ουράνια πολιτεία του ιερού Αυγουστίνου και τον γνωστικιστή Μαρκίωνα. Για τον τελευταίο υπάρχουν δύο Θεοί: ο Θεός της δημιουργίας και ο Θεός της λύτρωσης, ο οποίος πασχίζει να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τον κακό Θεό της δημιουργίας. Ή να αναφερθώ στον Ερμή τον Τρισμέγιστο, στον οποίο ο άνθρωπος μάχεται να ξεπεράσει τους φραγμούς των ουράνιων σφαιρών για να ανέλθει στην ανώτατη σφαίρα προκειμένου να ενωθεί με την αιωνιότητα.
Στη νεοτερικότητα ο χρόνος γίνεται ιστορικός χρόνος, χιλιαστικός για να χρησιμοποιήσω την εύστοχη έκφραση του Καρλ Μάνχαϊμ, και η αιωνιότητα βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο στο άλμα έξω από την ιστορία, στο τέλος της ιστορίας. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η βασική έλλειψη, το άλλο, που πάντα εμπεριέχεται στην ουτοπία και έτσι ξεπερνά, υπερβαίνει, με τον τρόπο της, τη νεοτερικότητα ως τέτοια. Η ακρωτηριασμένη ύπαρξη του νεοτερικού ανθρώπου συμπληρώνεται χάρη στην ολότητα την οποία δημιουργεί η ουτοπία: μέλλον, παρόν και παρελθόν συνδέονται με την αιωνιότητα.
Το ερώτημα τώρα είναι πώς οδηγείται ο άνθρωπος να πλάσει με τη φαντασία του ουτοπικές εικόνες. Καταπώς φαίνεται, και θα συμφωνήσω με τον Στέφανο Ροζάνη, ο άνθρωπος ελαύνεται από μια μεταφυσική ανάγκη. Κι αυτή η ανάγκη είναι αποτέλεσμα του ότι ο άνθρωπος είναι Επιθυμία. Ο άνθρωπος, γράφει ο Ροζάνης, έχει μια ουτοπική επιθυμία η οποία τον ωθεί στην άρνηση του δεδομένου είναι, η κλίση του τον καλεί να ξεπεράσει το δεδομένο και ν’ αναχθεί στην ολότητα. Η επιθυμία λοιπόν είναι άρνηση μιας έλλειψης, της έλλειψης του άλλου. Υπ’ αυτήν έννοια οι ουτοπίες έχουν πάντοτε ένα κριτικό περιεχόμενο έναντι του δεδομένου είναι. Για παράδειγμα, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο αναφέρει ένα εκτενές απόσπασμα από την «Ουτοπία» του Τόμας Μορ για την τύχη των χωρικών από τις περιφράξεις των φεουδαρχών και για τα «πρόβατα που τρώνε τους ανθρώπους».
Εν πάση περιπτώσει, ας συγκρατήσουμε ότι ο άνθρωπος ανα-γνωρίζει το άλλο στις ουτοπικές εικόνες που κατασκευάζει και γίνονται μπούσουλας, πρόταγμα για να πραγματωθούν. Στο δοκίμιο που συζητάμε η αναγνώριση και η ανάμνηση τίθενται στην ίδια σειρά και συνδέονται μέσω της πλατωνικής θεωρίας της ανάμνησης-αλήθειας. Η ανάμνηση, είναι μνήμη εικόνων, και οι ουτοπίες κατά κανόνα δημιουργούν εικόνες από την ύλη του παρελθόντος. Ο Ροζάνης επιμένει όμως κατ’ επανάληψη στο δοκίμιό του για μια ανεικονική ουτοπία, πράγμα που οφείλω να ομολογήσω με ξένισε στην αρχή, φθάνοντας ν’ αναρωτηθώ: τι θέλει άραγε να πει ο ποιητής; Ασφαλώς αυτό συνδέεται με τη θεωρία των ιδεών, κυρίως όμως με τον βιβλικό θεό και την εντολή: ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν δίνει απάντηση στο ερώτημά μου. Προχωρώντας στην ανάγνωση του κειμένου βρήκα μία απάντηση και θέλω να πιστεύω ότι δεν παρερμηνεύω σ’ αυτό το σημείο τον συγγραφέα. Αναφέρομαι στην υλοποίηση, στην πραγμάτωση των ουτοπικών οραμάτων εδώ και τώρα.
Η κριτική της κομμουνιστικής ουτοπίας και της απόληξής της έχει ασφαλώς τύχει εκτενούς συζήτησης την τελευταία χρονιά, λόγω της επετείου της ρώσικης επανάστασης, και δεν χρειάζεται να επανέλθω. Γεγονός είναι ότι οι ουτοπίες όταν ήλθαν σ’ επαφή με την πραγματικότητα εξέθρεψαν τέρατα. Το πιο πρόσφατο βέβαια είναι η κομμουνιστική ουτοπία η οποία για μια ακόμη φορά είναι ηττημένη μέσα από την ίδια της την πραγμάτωση, κι όχι εξ αιτίας κάποιου εξωτερικού εχθρού. Δεν κάνω δίκη προθέσεων, και ασφαλώς οι επιθυμίες των πρωταγωνιστών της δεν αποτελούν αντικείμενο κάποιου ειδικού δικαστηρίου. Περιορίζομαι να καταγράψω τη λειτουργία της ετερογονίας των σκοπών. Λέω όμως «μία ακόμη φορά» γιατί τα παραδείγματα του παρελθόντος δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για μια άλλου είδους πρόσληψη. Ας θυμηθούμε τους ταβωρίτες οι οποίοι ναι μεν δημιούργησαν μια εξισωτική κομμουνιστική κοινωνία αλλά που δεν παύει να στηρίζεται σε ληστρικές βάσεις, κάθε άλλο παρά παραγωγικές.
Το μείζον όμως παράδειγμα είναι ό,τι σήμερα ζούμε, γιατί ζούμε στη συνάφεια μιας ουτοπίας, της ουτοπίας του φιλελευθερισμού. Γι’ αυτή τη φιλελεύθερη ουτοπία δεν χρειάζεται παρά ν’ ανατρέξουμε στο πρόσφατο παρελθόν και να δούμε τη σημερινή πραγματικότητα για να την κρίνουμε. Παρ’ όλα αυτά ακόμη και μέσα σ’ αυτήν μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ανθρώπινη επιθυμία η οποία ζητά το άλλο. Εδώ θα αναφερθώ σε μια ξεχασμένη σήμερα ταινία, που καταγράφει με ευαισθησία τα όνειρα εκείνα, το άλλο που συνεχίζει να τρέφει τη φιλελεύθερη ουτοπία. Πρόκειται για «το φεγγάρι στον υπόνομο» του Γάλλου Ζαν-Ζακ Μπενέξ με τον Ζεράρ Ντεπαρτιέ. Η ταινία πλησιάζει στο τέλος της και καθώς ο πρωταγωνιστής-προλετάριος ή λούμπεν- περιπλανιέται κοντά στο λιμάνι μετά την βροχή ο αφηγητής ακούγεται να λέει: «Ονειρευόταν… μια πόλη ολόλευκη με κήπους και γυάλινα εξωτερικά, με γήπεδα τένις κρυμμένα μέσα στις αλέες». Πριν από τριάντα χρόνια κατέγραψα αυτήν την ουτοπική εικόνα για να της ασκήσω μια μελαγχολική ομολογουμένως κριτική και να καταλήξω: «Ονειρευόταν… μια διαδήλωση που βάδιζε προς τη σύγκρουση, χορεύοντας στον ρυθμό της ορχήστρας που την ακολουθούσε…»… κι έπειτα ήλθε η πραγματικότητα για να εκχυδαΐσει αυτήν την ονειρική εικόνα.
Να γιατί λοιπόν ο Ροζάνης μιλά για ανεικονισμό. Στόχος του είναι η κάθαρση. Η κάθαρση της ουτοπίας και της ουτοπικής επιθυμίας απ’ ό,τι τη μόλυνε ίσαμε τώρα. Κι αυτό το ίσαμε τώρα παραπέμπει ασφαλώς στην δυνατότητα του μη-είναι-ακόμα. Μια επιθυμία που έχει καθαρθεί, με την ιατρική έννοια του όρου, από το βάρος του νεκρού παρελθόντος και ζητά τη δικαίωση των νεκρών θυμάτων του. Το κατά πόσον κάτι τέτοιο είναι δυνατό να επιτευχθεί ανήκει στη σφαίρα της εικασίας. Ωστόσο, σήμερα πενήντα χρόνια μετά το 68, και με δεδομένη την κατάντια του (αριστοτελικού) τόπου, για μια ακόμη φορά φαντάζει αδήριτη ανάγκη να πούμε πως με όσες δυνάμεις έχουμε επιθυμούμε το αδύνατο.