Γιάννης Αντωνιάδης
Ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αυτό
που πηγαίνει πέρα από την απλή ανακάλυψη του δολοφόνου
Ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αυτό που πηγαίνει πέρα από την απλή ανακάλυψη του δολοφόνου και την εξιχνίαση του εγκλήματος. Είναι αυτό που διαθέτει λογοτεχνική ευστροφία, αφηγηματικό ειρμό, αυθεντική και όχι επιτηδευμένη αγωνία, αυτό που με λίγα λόγια συνδυάζει αστυνομικό δαιμόνιο και χτίσιμο ευφάνταστων χαρακτήρων. Είναι πολλές φορές εμποτισμένο με κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές ή άλλες εκφάνσεις που αφορούν σε γεγονότα πραγματικά ή κοντά στην πραγματικότητα έτσι που να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με μια αύρα μυστηρίου. Η τέχνη του αστυνομικού μυθιστορήματος ίσως να είναι και η πιο δύσκολη ως προς την σύλληψη των χαρακτήρων, την συνοχή και την εξιστόρηση με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης να νιώθει πως το αστυνομικό που κρατά στα χέρια του δεν αντιγράφει μανιέρα αλλά διατηρεί την δική του προσωπική χροιά και ύφος.
Μια δολοφονία λοιπόν και ένας επιθεωρητής που καλείται να την εξιχνιάσει είναι κατά κύριο λόγο η γνωστή συνταγή για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι το σύνηθες σενάριο αλλά δεν είναι αρκετό από μόνο του για να προσφέρει στον αναγνώστη το κάτι παραπάνω, εκείνο το επιπλέον στοιχείο που θα καταστήσει την αφήγηση ακόμα πιο ελκυστική. Σε αντίθεση με πληθώρα πανομοιότυπων τέτοιων συμβατικών μυθιστορημάτων που περνούν αδιάφορα, το βιβλίο του Ντέρεκ Ρέιμοντ κινείται σε άλλη τροχιά γραφής και εξιστόρησης που αιχμαλωτίζει την αναγνωστική ματιά και δεν δημιουργεί συνθήκες αγωνίας αλλά και προβληματισμού. Διότι η αναζήτηση του δολοφόνου εδώ συνδυάζεται και παντρεύεται με την εκμετάλλευση μιας γυναίκας πόρνης, η οποία και οδηγείται σε θάνατο πριν ακόμα δολοφονηθεί.
Ο ανώνυμος επιθεωρητής είναι ένα πρόσωπο κλειδί στην υπόθεση, είναι ένας γενναίος και αποφασισμένος βασικός κρίκος που επιθυμεί να οδηγήσει διακαώς στον ψυχοπαθή δολοφόνο και να τον αποκαλύψει με κάθε μέσο, όπως φαίνεται από τα όσα αφηγείται ο συγγραφέας. Δεν είναι μόνο η προσήλωσή του στη διαλεύκανση της υπόθεσης και την εύρεση του δολοφόνου που είναι έτσι και αλλιώς η πρώτη προτεραιότητα σε κάθε τέτοια περίπτωση αλλά είναι και η προσωπική του στοχοπροσήλωση, το δικό του προσωπικό στοίχημα απέναντι στην Ντόρα Σουάρεζ, μια γυναίκα θύμα αδίστακτων κακοποιών στοιχείων που νέμονται την εξουσία εις βάρος αθώων ανθρώπων και θυμάτων των οποίων την αξιοπρέπεια έχουν βεβηλώσει.
Η Ντόρα Σουάρεζ, η πρόωρα χαμένη πρωταγωνίστρια του βιβλίου, είναι άλλο ένα επώνυμο θύμα από τα πολλά που μπαίνουν δυστυχώς στον μακρύ κατάλογο των κακοποιημένων γυναικών και τα λόγια της εν μέσω της αφήγησης είναι χαρακτηριστικά αυτής της αδικίας που συντελείται εις βάρος τους. Το ύφος και ο τρόπος γραφής του Ρέιμοντ είναι πολύ χαρακτηριστικά και δίκαια τον κατατάσσουν ως τον εμβληματικό εκπρόσωπο του βρετανικού νουάρ, όπως διαβάζουμε και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Άρα ο Ρέιμοντ με τη δική του σφραγίδα και εντάσσοντας στα έργα του το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο μεταλλάσσει ουσιαστικά την βρετανική παράδοση της σπουδαίας αστυνομικής λογοτεχνίας που ξεκίνησε η Αγκάθα Κρίστι και ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Δεν μένει ο ίδιος απαθής στα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, της οποίας είναι μέλος ενώ παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις και ενημερώνεται.
Τα δύο πρόσωπα του Ρέιμοντ που έχουν και συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον είναι τόσο η Ντόρα Σουάρεζ όσο και ο επιθεωρητής, ένα δίδυμο που παίρνει τα πρωτεία, ξεχωρίζει με τα όσα διαβάζουμε. Ως αναγνώστες ερχόμαστε αναμφίβολα πιο κοντά στον ανθρώπινο χαρακτήρα του επιθεωρητή, ο οποίος είναι ευαίσθητος και εύθραυστος, ένας κανονικός άνθρωπος δηλαδή στον οποίο έχει ανατεθεί η δύσκολη αποστολή να έρθει αντιμέτωπος με εγκληματίες του υποκόσμου και ανθρώπους δίχως καμία αίσθηση ανθρωπιάς. Η δολοφονία της Ντόρα Σουάρεζ είναι η ευκαιρία του να αποκαλύψει άλλωστε ένα καλά οργανωμένο δίκτυο με έδρα ένα νυχτερινό κέντρο, εκεί όπου οροθετικοί και πόρνες σαν την Σουάρεζ καθίστανται πειραματόζωα στα χέρια αδίστακτων κακοποιών. Ξεδιπλώνεται το κουβάρι μιας κοινωνικής ανωμαλίας όχι πρωτόγνωρης μα πολύ αρρωστημένης, εκεί χτυπάει η καρδιά της αποδόμησης της ηθικής και της αξιοπρέπειας.
“Δεν είμαι πια γυναίκα, είμαι μονάχα μια κακοφορμισμένη μάζα από πόνο. Η κατάσταση του σώματός μου θέτει όλα τα μεγάλα ερωτήματα που έχουν σημασία. Όσο το σώμα μου με εκλιπαρεί να το απελευθερώσω, τώρα που δεν αντέχει πια να ζει μαζί μου, μου λέει με τον τρόπο του: Αυτός είναι ο χειρότερος αποχαιρετισμός” θα δηλώσει η Ντόρα Σουάρεζ σε μια προσπάθεια να εκφράσει τα όσα δύσκολα περνάει μιλώντας από καρδιάς λίγο πριν τη δολοφονία της από τον άνθρωπο που την είχε καταστήσει σκιά του εαυτού της. Η Ντόρα Σουάρεζ εκμυστηρεύεται μύχιες σκέψεις, φόβους και αγωνίες, έρχεται πιο κοντά μας και εξομολογείται τον πόνο της από την αρρώστια που την είχε καταδυναστεύσει ενώ περίμενε την λύτρωσή της με έναν επικείμενο θάνατο, ο οποίος όμως ήρθε με τον πιο αποκρουστικό τρόπο. Το μυθιστόρημα του Ρέιμοντ είναι η απόδειξη πως η αστυνομική λογοτεχνία είναι ένα είδος που ακουμπά το σώμα της κοινωνίας και γίνεται ένα με αυτό καθώς προσπαθεί να αναλύσει κοινωνικά φαινόμενα και επώδυνες ακραίες καταστάσεις.
Πηγή: BookFeed