Γιάννης Κτενάς
Ένας διάλογος ανάμεσα στον Πολ Ρικέρ και τον Κορνήλιο Καστοριάδη
Μπορεί να υπάρξει κάτι ριζικά καινούργιο στην ιστορία, αλλά και γενικότερα, στον κόσμο, στη ζωή; Κάτι που δεν αποτελεί ούτε προβλεπόμενο αποτέλεσμα των προϋπαρχουσών συνθηκών ούτε απλή επανάληψη, υπό διαφορετική μορφή, ήδη παρόντων στοιχείων; Το ερώτημα, όπως και η απάντηση που θα δώσει κανείς, μόνο ασήμαντο δεν είναι.
Εστω ότι απαντά κανείς αρνητικά· τότε το σκεπτικό του, οδηγημένο στις έσχατες λογικές συνέπειές του, συνεπάγεται ότι τα πάντα –όλη η ιστορία, η ποικιλία των ζώων, τα χρώματα των λουλουδιών, οι αράδες που γράφονται αυτή τη στιγμή– υπήρχαν ήδη μέσα στην πρώτη στιγμή του Σύμπαντος. Εστω ότι απαντά κανείς θετικά· τότε οδηγείται αναγκαστικά στο σκανδαλώδες για την τυπική λογική συμπέρασμα ότι μπορεί να γεννηθεί κάτι από το τίποτα.
Με αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα καταπιάνονται ο Πολ Ρικέρ (Paul Ricoeur) και ο Κορνήλιος Καστοριάδης στον «Διάλογο για την ιστορία και το κοινωνικό φαντασιακό», που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2018 από τις εκδόσεις Ερμα σε μετάφραση του Σωτήρη Σιαμανδούρα. Το κείμενο της εξαιρετικά καλαίσθητης έκδοσης προέρχεται από την απομαγνητοφώνηση της ραδιοφωνικής εκπομπής «Le bon plaisir de Paul Ricoeur», στο πλαίσιο της οποίας ο Ρικέρ, τον Μάρτιο του 1985, προσκάλεσε τον Καστοριάδη να συνομιλήσουν.
Φυσικά, οι δύο άνδρες δεν ήταν άγνωστοι – έτρεφαν μάλιστα, παρά τις διαφορές τους, μεγάλη εκτίμηση ο ένας για τον άλλον, πράγμα που φαίνεται ακόμη και στις πιο πολεμικές στιγμές του διαλόγου. Λίγο μετά το 1968 ο Καστοριάδης είχε προσεγγίσει τον Γάλλο στοχαστή για να του προτείνει να εποπτεύσει τη διδακτορική του διατριβή.
Κι όταν τον Ιούλιο του 1978 ο Ελληνας φιλόσοφος έστειλε μια φιλική διαμαρτυρία στον επιβλέποντά του, ρωτώντας τον γιατί δεν διαβάζει τα γραπτά που του στέλνει, ο Ρικέρ έσπευσε να τον διαβεβαιώσει: «Διαβάζω με πάθος όλα σας τα κείμενα. Εκανα μάλιστα και κάποια μαθήματα στους μεταπτυχιακούς φοιτητές, στη Ναντέρ, με θέμα τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας».(1)
Τι απαντάει όμως ο καθένας στο ερώτημα που τέθηκε στην αρχή του κειμένου; Πού συμφωνούν και πού διαφωνούν; Οπως είναι γνωστό, μία από τις βασικές έννοιες της καστοριαδικής οντολογίας είναι η ριζική δημιουργία. Αυτό σημαίνει ότι, για τον Καστοριάδη, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τού Είναι είναι η ανάδυση νέων οντολογικών στιβάδων και νέων μορφών, οι οποίες δεν ανάγονται στις συνθήκες που προϋπήρχαν. Για να δημιουργηθεί κάτι ριζικά καινούργιο, προϋποτίθενται φυσικά κάποιες αναγκαίες συνθήκες. Αυτές όμως, αν μιλάμε για πραγματική οντολογική δημιουργία, δεν είναι ποτέ αναγκαίες και ικανές.
Μάλιστα, το «αποτέλεσμα» της δημιουργίας είναι τόσο απρόβλεπτο και μη αναγώγιμο στα προϋπάρχοντα που μπορεί να κάνει κανείς λόγο για δημιουργία ex nihilo (εκ του μηδενός) – πράγμα που βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτή η δημιουργία λαμβάνει χώρα in nihilo (μέσα στο μηδέν) ή cum nihilo (με το μηδέν). Για να χρησιμοποιήσουμε μια όμορφη έκφραση του Γεράσιμου Στεφανάτου, η καστοριαδική οντολογία μιλά για αποτελέσματα που ξεπερνούν τις αιτίες τους, αλλά και για αιτίες που δεν εξαντλούνται στα αποτελέσματά τους.
Από τη μεριά του, ο Πολ Ρικέρ, συνομιλώντας γόνιμα με την ευρύτερη παράδοση της ερμηνευτικής φιλοσοφίας, αρνείται να δεχτεί μια τόσο ριζική θέση. Υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να παραχθεί κάτι από το τίποτα, αλλά μόνο κάτι από κάτι άλλο. Είναι και αυτός της άποψης ότι το καινούργιο (οι νέες ιστορικές μορφές, οι νέοι θεσμοί, οι νέες ερμηνείες ενός έργου τέχνης) δεν αποτελεί απλή επανάληψη ή αναδιάρθρωση ήδη υπαρχόντων στοιχείων. Δηλώνει όμως παράλληλα με εμφατικό τρόπο ότι κάθε ασυνέχεια προϋποθέτει τη συνέχεια.
Οπως λέει, «[η] ιδέα του απολύτως νέου είναι αδιανόητη. Δεν μπορεί να υπάρξει νέο παρά μόνο σε ρήξη με το παλαιότερο: Πριν από εμάς υπάρχει κάτι ήδη ρυθμισμένο, το οποίο και απορρυθμίζουμε για να το ρυθμίσουμε διαφορετικά. Αλλά αυτό δεν είναι μια κατάσταση… πρώτης μέρας του κόσμου» (σ. 52).
Είναι σαφές τόσο στους αναγνώστες όσο και στους ίδιους τους στοχαστές ότι οι τελευταίοι ταυτόχρονα συμφωνούν και διαφωνούν. Βασικά, θέλουν να βάλουν αλλού τον τόνο, να υπογραμμίσουν κάτι διαφορετικό. Ο μεν Καστοριάδης δέχεται βεβαίως την ύπαρξη συνθηκών και περιορισμών, αλλά υπογραμμίζει την οντολογική δυνατότητα ανάδυσης του ριζικά νέου, τη δυνατότητα να ανοίξουν νέες δυνατότητες.
Ο δε Ρικέρ αποδέχεται την ύπαρξη του νέου, αλλά θέλει να τονίσει τη συνέχεια την οποία κάθε τι καινούργιο προϋποθέτει, ίσως γιατί, σε αντίθεση με τον Καστοριάδη, αρνείται να τοποθετηθεί σε ένα αμιγώς οντολογικό (και οντογενετικό) επίπεδο. Ολος ο διάλογος αποτελεί μια διελκυστίνδα μεταξύ των δύο αυτών θέσεων, με τα κοινά τους και τις διαφορές τους.
Ταυτόχρονα, με αφορμή αυτή τη διαφωνία των συμφωνούντων –ή τη συμφωνία των διαφωνούντων– φιλοσόφων, θίγονται κι άλλα ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως ο κομβικός ρόλος των φαντασιακών σημασιών για τη συγκρότηση των κοινωνιών (ας μην ξεχνάμε ότι τόσο η καστοριαδική φαντασιακή θέσμιση όσο και ρικεριανή ερμηνευτική αποδίδουν κεντρικό ρόλο στο νόημα) και η δυνατότητα δημιουργικών, αλλά μη αυθαίρετων κρίσεων περί της ιστορίας (σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η κριτική που ασκείται στον Μισέλ Φουκό μέσα στον «Διάλογο»).
Δυο λόγια, τέλος, για τα υπόλοιπα, εξίσου σημαντικά, στοιχεία της έκδοσης. Η μετάφραση του Σ. Σιαμανδούρα ρέει εξαιρετικά, δεν ξενίζει σε κανένα σημείο τον αναγνώστη, επιτρέποντάς του να απολαύσει το κείμενο. Ο δε πρόλογος του Johann Michel –συγγραφέα, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Ο Ρικέρ και οι μεταδομιστές», στο οποίο υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο για τον Καστοριάδη– είναι ιδιαίτερα περιεκτικός και κατατοπιστικός, καθώς παρέχει πλήθος χρήσιμων πληροφοριών για το έργο και τη ζωή των δύο στοχαστών.
Η οπτική του όμως είναι κατά βάση αυτή ενός μελετητή του Ρικέρ και σε ορισμένα σημεία αδικεί κάπως τον Καστοριάδη. Γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά κυρίως προκειμένου να διαφυλαχθεί μια πρώτη, αδιαμεσολάβητη, αναγνωστική εμπειρία, θα πρότεινα ο πρόλογος του Michel να διαβαστεί μετά τον Διάλογο και παράλληλα με το σχετικό κείμενο του Α. Μουζακίτη(2), αλλά και το κείμενο «Κοινωνικό φαντασιακό, ερμηνευτική και δημιουργία» του Α. Σχισμένου(3).
Πάντως, ένα είναι σίγουρο: ότι ο αναγνώστης θα εκπλαγεί από το πόση σκέψη μπορεί να χωρέσει σε έναν φιλοσοφικό διάλογο 38 σελίδων.
1. François Dosse, Κορνήλιος Καστοριάδης. Μια ζωή, Αθήνα: Πόλις, 2015, σ. 310.
2. Βιβλιοκριτική στα αγγλικά, διαθέσιμη στο http://reviews.ophen.org/2016/08/04/paul-ricoeur-cornelius-castoriadis-d….
3. Περιοδικό Kaboom, τεύχος 1, διαθέσιμο επίσης στο https://kaboomzine.gr/pdf-tou-protou-tefchous-mas-diathesimo-gia-download/.
*Υπ. διδάκτορας πολιτικής φιλοσοφίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού Kaboom
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών (16/4/2018)