Γιάννης Κτενάς
Το πολιτικό. Ανάμεσα στον πόλεμο και την αιώνια ειρήνη
Πώς μπορεί να ορίσει και να σκεφτεί κανείς το πολιτικό, ως «σφαίρα» ή πεδίο δραστηριοτήτων, σε μια εποχή στην οποία η ιδέα ότι «τα πάντα είναι πολιτικά» φαίνεται να έχει εμπεδωθεί; Και ποια σημασία μπορεί να έχει ο στοχασμός επί του πολιτικού; Αυτά τα ζητήματα επιχειρεί να προσεγγίσει ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής, αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Θεωρίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, με το νέο του βιβλίο Το πολιτικό. Σύγχρονοι στοχασμοί (Έρμα, Ιούνιος 2021). Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε συνοπτικά το σκεπτικό και τα επιχειρήματά του.
Ξεκινώντας, ο συγγραφέας προσδιορίζει δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η συζήτηση για την έννοια του πολιτικού από τον 20ό αιώνα και μετά. Ο πρώτος άξονας ορίζεται από το δίπολο κράτος/μη κράτος. Αφορά, με άλλα λόγια, το ζήτημα εάν η πολιτική επικεντρώνεται στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας και, ευρύτερα, στους μεγάλους και επίσημους εξουσιαστικούς θεσμούς που επιχειρούν να θεσπίσουν κανόνες γενικής ισχύος και να ρυθμίσουν συνολικά τον κοινωνικό βίο ή αν, αντιθέτως, πολιτικές μπορούν να θεωρηθούν και οι διαδικασίες που έχουν να κάνουν με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, όπως οι δράσεις που συντελούνται σε επίπεδο γειτονιάς ή συλλογικότητας. Ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με το δίπολο πόλεμος/ειρήνη. Έχει να κάνει, δηλαδή, με το ερώτημα κατά πόσον το θεμελιώδες γνώρισμα της πολιτικής μπορεί να εντοπιστεί στη διαμάχη, τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση ή, αντίθετα, στην προσπάθεια επίτευξης της κοινωνικής αρμονίας και της συναίνεσης.
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο άξονα, ο συγγραφέας παρατηρεί ότι, από την έκδοση του κομβικού για το ζήτημα που συζητάμε βιβλίου του γερμανού νομικού Καρλ Σμιτ Η έννοια του πολιτικού (1932), ο οποίος υποστήριξε ότι το πολιτικό δεν έχει προκαθορισμένο περιεχόμενο, καθώς μια πολιτική ένταση μπορεί να αναδυθεί σε οποιαδήποτε περιοχή του κοινωνικού βίου, η πολιτική θεωρία τείνει προς μια «αποκέντρωση»· συντελείται μια προσπάθεια να εντοπιστούν και να αναδειχθούν πολιτικές διαστάσεις που πηγαίνουν πέρα από την κρατική εξουσία και διοίκηση.
Την ίδια στιγμή, σημαντικές πολιτικοδιανοητικές κινήσεις του 20ού αιώνα, όπως η έμφαση στην κοινωνική ανθρωπολογία, που έστρεψε την προσοχή μας στις «κοινωνίες ενάντια στο κράτος» (Πιερ Κλαστρ), οι φεμινιστικές διεκδικήσεις του δεύτερου κύματος, που συνδέονταν με την παρατήρηση ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», και φυσικά το έργο στοχαστών όπως ο Μισέλ Φουκώ, που θεωρούσε τις σχέσεις εξουσίας διάχυτες στον κοινωνικό ιστό, ενίσχυσαν την προαναφερθείσα τάση αποκέντρωσης. Το πολιτικό λοιπόν μπορεί να εντοπιστεί σχεδόν παντού. Εγγράφεται στην καθημερινή ζωή, δεν είναι περιχαρακωμένο σε μια περίκλειστη σφαίρα της επαγγελματικής ή θεσμικής πολιτικής. Ωστόσο, ο Κιουπκιολής επισημαίνει ταυτόχρονα έναν κίνδυνο: αν το πολιτικό βρίσκεται παντού, τότε μήπως δεν βρίσκεται πουθενά συγκεκριμένα; Αν τα πάντα είναι πολιτικά, μήπως τίποτα δεν είναι ειδικά πολιτικό; Προκειμένου να αποφύγει αυτόν τον σκόπελο, ορίζει την πολιτική ως σκόπιμη κοινωνική δράση, που επιχειρεί να παρέμβει συνειδητά στις κοινωνικές σχέσεις και δομές για να τις διαμορφώσει ενεργά, τροποποιώντας ή συντηρώντας τες.
Ας περάσουμε τώρα στον δεύτερο άξονα, που σχετίζεται με τη συγκρουσιακή ή τη φιλειρηνική «ουσία» του πολιτικού. Και εδώ το έργο του Καρλ Σμιτ αποδεικνύεται κεντρικό, καθώς ο περίφημος ορισμός του για την πολιτική ως σχέση φίλου/εχθρού έχει αφήσει το στίγμα του στην πολιτική θεωρία. Μάλιστα, παρότι οι σχέσεις του Σμιτ με τον ναζισμό είναι γνωστές και πολυσυζητημένες, το δίπολο φίλος/εχθρός δεν αφορά μόνο τη συντηρητική σκέψη. Αριστεροί συγγραφείς, όπως η Σαντάλ Μουφ, το έργο της οποίας σχολιάζεται επισταμένα στο βιβλίο, υιοθετούν κριτικά το σμιτιανό σχήμα προκειμένου να επεξεργαστούν τη δική τους θεώρηση. Απέναντι σε αυτή τη θεωρητική επιλογή, ο Κιουπκιολής αντιτείνει ότι η μονόπλευρη έμφαση στη σύγκρουση παραβλέπει την πάντοτε υπαρκτή δυνατότητα συμφιλίωσης, συνεννόησης, συναίνεσης και αλληλοκατανόησης. Μπορεί η σύγκρουση και η κλιμάκωση να αποτελούν πάντοτε ένα ενδεχόμενο, όμως η συζήτηση, ο αναστοχασμός και η διαβούλευση ανήκουν εξίσου στο πολιτικό.
Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας στέκεται κριτικά απέναντι στους θεωρητικούς που αποδίδουν μια αντίστοιχα μονόπλευρη έμφαση στον διάλογο και τις διαβουλευτικές διαδικασίες. Παραδείγματος χάρη, η θεώρηση της Χάνα Άρεντ για την πολιτική ως πεδίο πράξης και λόγου των ελεύθερων και ίσων πολιτών, που κατά τον συγγραφέα τοποθετεί τη βία οριακά εκτός του πολιτικού, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, στον βαθμό που παραγνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και οι ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας αφήνουν το αποτύπωμά τους στο πολιτικό πράττειν. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και σε ό,τι αφορά την προσέγγιση του Τζον Ρωλς ̶ το έργο του οποίου Πολιτικός φιλελευθερισμός έχει μάλιστα μεταφράσει ο Κιουπκιολής, από κοινού με τον Σπύρο Μαρκέτο (Μεταίχμιο, 2017). Η πρόταξη της «δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας» μέσω της έλλογης συζήτησης και της αρχής της αμοιβαιότητας είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν δεν αντιμετωπίσει τις παγιωμένες δομές κοινωνικής καταπίεσης, την πολιτική βία, την οικονομική ανισότητα που de facto αποκλείει πολλούς και πολλές από τον ιδεώδη δημοκρατικό διάλογο.
Ωστόσο, το μεγάλο προτέρημα της προσέγγισης του Κιουπκιολή είναι ότι η κριτική του συνομιλία με τους προαναφερθέντες στοχαστές δεν καταλήγει σε μια στείρα απόρριψη, αλλά σε μια προσπάθεια γόνιμης σύνθεσης. Κρατώντας από το έργο τους ό,τι θεωρεί εύστοχο και σημαντικό και διορθώνοντας ό,τι θεωρεί προβληματικό, θα καταλήξει στην τοποθέτηση του πολιτικού στον χώρο ανάμεσα στον εξολοθρευτικό πόλεμο και την αιώνια ειρήνη. Η πολιτική αποτελείται τόσο από συγκρούσεις όσο και από συναινέσεις και η πάντα παρούσα πιθανότητα πόλωσης δεν πρέπει να μας εμποδίσει να επιδιώξουμε τη συμμετοχική και διαβεβουλευμένη συνεννόηση, τη δια-λογική επίλυση των διαφωνιών, την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Αναγνωρίζοντας λοιπόν τις πολλές και διαφορετικές τροπικότητες της πολιτικής, ο συγγραφέας προσδιορίζει και την αποστολή της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας: να αναγνωρίζει την ποικιλία και την περιπλοκότητα των συνθηκών, να παραμένει ανοιχτή στην πολλαπλότητα και την ενδεχομενικότητα του ανθρώπινου πράττειν, οξύνοντας έτσι το κριτικό μας βλέμμα και διεγείροντας την πολιτική μας φαντασία.
Πηγή: εφημερίδα Τα Νέα (13/8/2021)