Λίνα Πανταλέων
Συγγραφή επί σκηνής
«Είμαι ευγνώμων που έζησα την ιστορία με τον άνθρωπο ο οποίος έχει το όνομά σας, αλλά δεν μπορώ να σας την πω». Ένας άνδρας επισκέπτεται στο γηροκομείο μια υπέργηρη ηθοποιό, τη Μαργαρίτα. Την είχε γνωρίσει πριν από χρόνια, όταν δούλευε ως κομπάρσος στο Εθνικό Θέατρο. Εκείνη τον είχε βοηθήσει οικονομικά και εκείνος, τρεις δεκαετίες αργότερα, την αναζητεί με την αβέβαιη πρόθεση της εξόφλησης. Η Μαργαρίτα δεν τον θυμόταν. Για εκείνον, όμως, οι συναντήσεις τους αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο βάρος, ιδίως από τη στιγμή που συνειδητοποιεί την ιδιοτέλειά του, την επιθυμία του να γράψει την ιστορία της Μαργαρίτας, μια νεκρολογία.
Τρία χρόνια μετά το εξαιρετικό «Walkabout», όπου η γραφή αποδυόταν σε μια πυρετική ενδοσκόπηση, ο Τάκης Κατσαμπάνης επανεμφανίζεται με μια νουβέλα, εστιασμένη και αυτή σε γλωσσικά αδιέξοδα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο της Μαργαρίτας, ο αφηγητής εισέρχεται στο «άδυτο του προσωπικού της ήχου», στην ηχώ του παρελθόντος της. Η γλώσσα της γυναίκας αρθρώνεται με χάσματα, εξαιτίας της χαμένης μνήμης, μιας ηθελημένης απώλειας. Σε νεαρή ηλικία είχε υποβληθεί σε ηλεκτροσόκ για να απαλλαγεί από επώδυνες αναμνήσεις. Οταν στην πρώτη του επίσκεψη ο άνδρας άγγιξε τα κάτισχνα δάχτυλά της, αναρίγησε σαν από ηλεκτρική εκκένωση, τον συντάραξε η θέρμη που διέχυσαν κατάστηθα μέσα του τα κοκάλινα χέρια της Μαργαρίτας. Εκτοτε αποζητούσε στις λέξεις την αναπαράσταση αυτής της ακαριαίας συγκίνησης. Αγωνιούσε να μη διαλυθεί η στιγμή «σε ανόργανη ύλη», να μη διασπαρεί «σε απλά γεγονότα ενός χρόνου γραμμικού και ανελέητου».
Ανάμεσα στα δύο έγκλειστα στο δωμάτιο σώματα, παγιδευμένα σε μια ιδιότυπη ομηρία, παρεισδύουν αφηγήσεις. Οι σελίδες του θεατρικού έργου που θα ανέβαινε τότε στο Εθνικό, το γαλάζιο βιβλίο της Μαργαρίτας, απομεινάρι μιας θνησιγενούς συγγραφικής ματαιοδοξίας, οι θρυμματισμένες φράσεις της βιογραφίας της και οι αλυσιτελείς απόπειρες του ακροατή της να κάνει τα λόγια της δραματουργία.
Από πού, άραγε, πηγάζει η καθηλωτική ισχύς της γυναίκας; Η Μαργαρίτα είναι το πρόσχημα της γραφής. Κάθε φορά που μπαίνει στο δωμάτιό της, ο αφηγητής μετεωρίζεται στο κατώφλι των λέξεων, στέκεται ανάμεσα στη «ρευστότητα του άρρητου» και την προσμονή της άρθρωσης. Το δωμάτιο δεν εφάπτεται με την αληθινή ζωή, κρύβεται σε μια πτύχωση της πόλης, είναι ένα περίκλειστο άσυλο, ένας τόπος «που δεν διαπερνά την πόλη, δεν τη διατρυπά». Μια μεθόριος, όπου «όλα ταλαντεύονται και γίνονται απειλητικά».
Ο Κατσαμπάνης αποδίδει καταπληκτικά τον ίλιγγο των λέξεων μπροστά στην αποστομωτική παντοδυναμία του άφατου. Ο αφηγητής μετουσιώνεται σε έναν λόγο παλλόμενο, που επείγεται να γίνει γραφή. Κάθε φορά βγαίνει άρρωστος από το δωμάτιο της Μαργαρίτας. Νοσεί «από το ξεχείλισμα των πραγμάτων». Μόνο μέσω της γραφής θα κατάφερνε να βγει από το δωμάτιο. Μόνο αν ενταφίαζε τη Μαργαρίτα σε λέξεις.
Αξιοπαρατήρητοι είναι οι υπαινικτικοί συμβολισμοί. Μια ναυτική μπλούζα, από τη σκευή του παλιού θεατρικού, καλείται να στοιχηθεί με τη λέξη «κλεψύδρα», ένα αμφίστομο σύμβολο του χρόνου, το δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο στον παράμεσο του άνδρα απεικονίζει ένα ιστιοφόρο, ένα «εύθραυστο μικρό πλεούμενο», εκτεθειμένο στην απειλή του ναυαγίου, ενώ μια μέρα εκείνος, ωσάν ψυχοπομπός, προσφέρει στη γυναίκα χυμό ροδιού. Ωστόσο, η αφηγηματική συνθετότητα δεν παρασύρεται στην εκζήτηση. Ο Κατσαμπάνης μετέρχεται απρόσμενα μέσα για να το υποδηλώσει, αλλά στο επίκεντρο της αφήγησης προβάλλει ολοκάθαρα η αγωνία των λέξεων να αναχθούν υπεράνω της κυριολεξίας, να αρθούν στο επίπεδο της αναπαράστασης. Το βιβλίο του Κατσαμπάνη θα μπορούσε να είναι ένα μονόπρακτο για ένα βιβλίο που φοβάται να γραφτεί.
Πηγή: εφημερίδα Η Καθημερινή (26/7/2020)