Τίνα Μανδηλαρά
Η αποδόμηση του αμερικανικού ονείρου
Αν ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ έγραφε για τη μελαγχολία που γεννούν τα ψεύτικα πάρτι στην καρδιά της κρίσης, ο Σέργουντ Άντερσον επέμενε να περιγράφει τι συμβαίνει όταν όλοι αυτοί οι καλεσμένοι μείνουν μόνοι, μακριά από το κλίμα της μεγάλης γιορτής. Τι αποκαλύπτεται καθώς επιστρέφουν στην οικία τους, όταν θυμούνται την καταγωγή τους, ξαναφέρνουν στον νου έναν χαμένο έρωτα ή αρχίσουν να χάνονται στο ασυνάρτητο των σκέψεων που ενίοτε φέρνουν στο φως ξεκάθαρες αλήθειες. Ο σπουδαίος διηγηματογράφος-ψυχικός ανατόμος που ήξερε καλά πως η καρδιά της Αμερικής χτυπάει στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, που έφτασε με τη γλυκόπικρη αψάδα και την κοφτή γραφή να επηρεάζει από τον Φόκνερ έως τον Κάρβερ, θεωρείται πλέον κλασικός. Στην Ελλάδα παραδόξως δεν είναι γνωστός και ανέλαβαν να μας τον συστήσουν οι εκδόσεις Έρμα μέσα από τη συλλογή Θάνατος στο δάσος και άλλα διηγήματα, σε ακριβή μετάφραση και πλήρως κατατοπιστικό επίμετρο του Σπύρου Γιανναρά.
Οι ήρωες του Άντερσον δεν είναι ποτέ καλοί ή κακοί ούτε έχουν ένα κεντρικό χαρακτηριστικό που κατευθύνει τις πράξεις τους. Ενίοτε αντιφατικοί, όπως ο ίδιος, μοιάζουν να ορίζονται από τις αρχές της αφήγησης και την ανθρώπινη διάσταση που καταδεικνύει με κάθε τρόπο πως τίποτα δεν της είναι ξένο. Κάθε ανθρωπότυπος, κόντρα σε κάθε είδους πρόγνωση, μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα παράξενο φαντασιακό στοιχειό, σε άγιο ή σε εγκληματία, να δώσει αφορμή για ονειρικά ταξίδια, τα οποία ενίοτε φαντάζουν με εφιάλτη, όπως αυτό με την ηλικιωμένη γυναίκα στον Θάνατο στο δάσος, η οποία μετά τον θάνατό της μοιάζει με νεαρή μεταφυσική θεότητα που μπροστά της υποτάσσονται ακόμα και τα λυσσασμένα σκυλιά.
Αν θέλεις να καταγράψεις με ακρίβεια τα αδιέξοδα του αμερικανικού σύμπαντος, τις ορδές των απονενοημένων, το ετερόκλητο χρώμα κάθε εθνότητας και φυλής, τα ανέφικτα όνειρα που συγκρούονται μετωπικά με τις επιβεβλημένες συνθήκες, τότε αρκεί μια ματιά σε μερικά από τα συγκλονιστικά διηγήματα της Λουσία Μπερλίν.
Τα όρια μεταξύ φαντασίωσης και πραγματικότητας, όπως αυτά της εξήγησης ή της παράνοιας, του ηθικού ή του ανήθικου, εναπόκεινται αποκλειστικά στη δαιμονισμένη φαντασία του αφηγητή, του μόνου ιδανικού παντοκράτορα και ικανού να δώσει το στίγμα: αυτός είναι που μπορεί να κάνει τη γριά να μοιάζει με νέα στο Θάνατο στο Δάσος, που μπορεί να μετατρέψει την αθώα σύζυγο σε ένοχη στο Εδώ είναι – Κάνει το μπάνιο της, που δύναται στη φαντασία του να κάνει μια κοντή, παχουλή γυναίκα να μοιάζει «σαν βασίλισσα» στην ομώνυμη ιστορία. Άλλωστε, πάνω απ’ όλα, και με μια δύναμη που τον έκανε να νικάει κάθε ανασφάλεια, ο Άντερσον ήταν καθαρόαιμος συγγραφέας. Όχι μόνο αυτός τον οποίο, όπως μας ενημερώνει ο μεταφραστής του στο προοίμιο, αγάπησε ο Μίλερ και τον έμαθε στον Κατσίμπαλη και τον Σεφέρη, αλλά και αυτός που βασανίστηκε τα μάλα από τη διαδικασία της γραφής, όπως φαίνεται στο αυτοβιογραφικό Η Πλημμύρα, όπου «ένας καθηγητής προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο με θέμα τις αξίες», ή στο Χαμένο Μυθιστόρημα, όπου ο πρωταγωνιστής ακροβατεί ανάμεσα στις οικογενειακές ατυχίες και τη συγγραφική διαδικασία.
Ίσως ο ίδιος ο Άντερσον, που έζησε τόσες αλλαγές και βασανίστηκε, κατάλαβε ότι τα πάντα είναι θέμα τύχης, στιγμιαίας ενατένισης ή αποκαλυψιακού θάμβους: αυτού που κάνουν τα πράγματα να «ωχριούν», όπως τονίζει επιτακτικά ή να λάμπουν προς στιγμήν και έπειτα να εξαφανίζονται πάλι. «Εγώ, προσωπικά, έχω συναντήσει την ομορφιά στα πιο απίθανα μέρη» γράφει σε μία από τις ιστορίες του και το σίγουρο είναι ότι η πιο άγρια ομορφιά κρύβεται εκεί που δεν το περιμένεις, π.χ. σε κάποια γωνιά από τις σελίδες του ή στην ψυχή των πλέον διαλυμένων από τους ήρωές του.
Πηγή: Lifo (12/7/2019)