Μαριλένα Καρρά – Για την παραφωνία ενός απεριόριστου περάσματος

Από Nikos

Μαριλένα Καρρά

Για την παραφωνία ενός απεριόριστου περάσματος

 

Η Λάρσεν στήνει ένα λαβύρινθο. Ευθεία μπροστά μοιάζει πως θα εκτυλιχθεί η ιστορία. Στην είσοδο, αριστερά και δεξιά, συναντάμε τις δυο κεντρικές ηρωίδες· την Αϊρίν και την Κλερ. Για την καθεμιά τους εκατέρωθεν προβάλλουν τρεις δυνατότητες· η ζωή που έχτισαν, η ζωή που αποκήρυξαν και ο μακρύς δρόμος μιας άγνωστης εκλογής που ουδέποτε διασαφηνίζεται μέσα στο βιβλίο. Η τελευταία συνιστά την πιο σκοτεινή πλευρά, κι εκτείνεται εκτός του λαβυρίνθου. Παρόλα αυτά οι τρεις δυνατότητες δεν μπορούν ν’ ανοιχτούν σε ένα αχανές πεδίο. Ο ίδιος ο λαβύρινθος είναι πεπερασμένος, υλικός και συγκεκριμένος. Οι δρόμοι αναγκαστικά διακλαδώνονται, πολλαπλασιάζονται ενοχλητικά, καθόσον συναντούν τους δρόμους η μια της άλλης, των συζύγων, των φιλενάδων από τον κύκλο του τσαγιού ή των κοσμικών εκδηλώσεων του κύκλου του Χάρλεμ.

Εδώ έγκειται όλη η ένταση. Ο λαβύρινθος παραμένει πεπερασμένος και συγκεκριμένος, ενώ το πέρασμα θα πραγματωνόταν μόνο ως απεριόριστο πέρασμα, ως γραμμή φυγής εκτός του κατατμημένου χώρου. Η Αϊρίν το γνωρίζει. Και η Κλερ το γνωρίζει. Η πρώτη ασθμαίνει, η δεύτερη χαμογελά. Η παρτίδα είναι χαμένη από χέρι.

Συνδεόταν μαζί της με τους ίδιους φυλετικούς δεσμούς από τους οποίους η Κλερ, παρόλο που τους αποκήρυττε, δεν ήταν έτοιμη να αποκοπεί εντελώς (σ. 73).

Η Κλερ δεν ήταν έτοιμη να αποκοπεί εντελώς, η παρτίδα ήταν χαμένη από χέρι, το πέρασμα οριοθετημένο σε έναν βρόγχο από γνωστές κι επαναλαμβανόμενες διασταυρώσεις μονοπατιών μέσα στον ίδιο λαβύρινθο. Η Κλερ δεν ήταν έτοιμη να αποκοπεί εντελώς, διότι παλεύει να μην είναι και παλεύει να μοιάζει ως εάν είναι. Το «είναι» και το «δεν είναι» συνιστούν κατοπτρικές στιγμές του ίδιου κατατμημένου χώρου, του ίδιου προαποφασισμένου εαυτού, του ίδιου μηδενισμού.

Η Κλερ άρχισε να μιλά, αποφεύγοντας προσεχτικά την αναφορά σε ό,τι θα μπορούσε να οδηγήσει στη φυλή ή σε άλλα ακανθώδη ζητήματα. Ήταν η καταπληκτικότερη επίδειξη ενός διαλογικού αγώνα άρσης βαρών που είδε ποτέ της η Αϊρίν. Τα λόγια της υπερκέρασαν κάθε καλοστεκούμενο εμπόδιο. Το γέλιο της βροντούσε και αντηχούσε. Οι μικρές της ιστορίες έλαμπαν (σ. 53).

Η Λάρσεν τοποθετεί στο δίλημμα μεταξύ «είναι» και «φαίνεσθαι» μια ισοδυναμία, όχι μονάχα αριστοτεχνικής ακρίβειας, αλλά και δίκαιης βιαίοτητας. Η Κλερ δεν είναι επειδή δεν φαίνεται, είναι επειδή φαίνεται ότι δεν είναι, και είναι παρότι δεν φαίνεται – νέγρα. Η βιαιότητα δεν έγκειται στο δίλημμα. Αυτό συνιστά τις δυο άκρες του ίδιου σχοινιού. Έγκειται στη συμμετρία με την οποία ο αντι-χαρακτήρας της Κλερ, η Αϊρίν, που είναι παρότι δεν φαίνεται, που αντί να επιλέξει να χτίσει μια ζωή βασισμένη στο φαίνεσθαι, τη χτίζει στην ασφάλεια του είναι, δένεται με το ίδιο σχοινί. Μοιάζει αναπόδραστο, αλλά όχι καινοφανές. Η ίδια το προβλέπει, λέγοντας:

«Είναι αστείο το “πέρασμα”. Το καταδικάζουμε και, ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή το επικροτούμε. Προκαλεί την περιφρόνησή μας, κι όμως μάλλον το θαυμάζουμε. Το αποστρεφόμαστε με μια αλλόκοτη απέχθεια, αλλά παράλληλα το προφυλάσσουμε», είπε εκείνη (σ.78).

Ο λαβύρινθος είναι ένας κατατμημένος χώρος που προφυλάσσει τους έξω από τους μέσα. Το απεριόριστο πέρασμα είναι προορισμένο να αποτύχει, το απεριόριστο πέρασμα θ’ απάλειφε και το είναι και το φαίνεσθαι. Θα τραβούσε μια λοξή γραμμή διαρκούς παραφωνίας. Με τη φωνή της Αϊρίν, η Λάρσεν διαπιστώνει ή διαπιστώνει ειρωνευόμενη:

«Είναι εύκολο για έναν νέγρο να “περάσει” για λευκός. Αλλά δεν νομίζω πως θα ήταν τόσο απλό για έναν λευκό να “περάσει” για έγχρωμος» (σ. 109).

Σ’ ένα μυθιστόρημα διαρκούς συναισθηματικής αμφιθυμίας (κανένα από τα συναισθήματα δεν θα εμφανιστεί ποτέ του καθαρό και αυτόνομο), το πέρασμα ως «ενδιάμεσος χώρος», ως «παραφωνία μιας ασφαλούς ορθολογικότητας», το πέρασμα ως συνάντηση (έτσι, άλλωστε, τιτλοφορείται το πρώτο μέρος του κειμένου) είναι διαρκές, είναι η πραγματική ύλη των λέξεων της Λάρσεν, είναι η ζωντανή ιστορία του απεριόριστου περάσματος (παρότι η δράση του θ’ ανασταλεί), καθόσον απειλείται να εξαλειφθεί μέσα στ’ απόνερα του άλλου, του οριοθετημένου περάσματος, εκείνου που θα διέσχιζε τη μια όχθη του κατατμημένου χώρου για να βρεθεί στην άλλη.

Ήταν εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο όρκους πίστεως – διαφορετικούς αλλά συνάμα και τόσο ίδιους. Ο εαυτός της. Η φυλή της. Φυλή! Αυτό που την έσφιγγε και την έπνιγε. Όποια επιλογή και αν έκανε, ακόμα και καμία να μην έκανε, κάτι θα γκρεμιζόταν. Ένα άτομο ή η φυλή. Η Κλερ, ο εαυτός της, ή η φυλή. Ή μάλλον και τα τρία. Σκεφτόταν πως τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι τόσο απόλυτα σαρδόνιο (σ. 136).

Τίποτε δεν ήταν τόσο απόλυτα σαρδόνιο όσο αυτή η μηχανή παραγωγής προδιαγεγραμένων περασμάτων, που δεν ήταν περάσματα, μα έμοιαζαν με περάσματα, όσο τα ζωντανά περάσματα ασφυκτιούσαν στο κρυφτό, ανάμεσα σ’ ένα μειδίαμα μιας Κλερ και στην ανατριχίλα μιας Αϊρίν.

 

Πηγή: Le Passe Non Passe

 

 

 

You may also like