Κωστούλα Μάκη – Αφήγηση αναμνήσεων

Από Nikos

Κωστούλα Μάκη

Αφήγηση αναμνήσεων

 

 

«Μερικοί πιστεύουν ότι το να κατανοήσουν κάτι τους επιτρέπει να το βάλουν σ’ ένα συρτάρι με όμορφα τακτοποιημένες αναμνήσεις και να το αφήσουν εκεί. Είναι οι κήρυκες της θεωρίας του εξορκισμού των φαντασμάτων μέσω της πρόσκλησής τους σε δείπνο, εξαναγκάζοντάς τα να χρησιμοποιούν μαχαιροπίρουνα και χαρτοπετσέτες».

(σ. 129-130)

 

Όταν συστήματα και άνθρωποι καταρρέουν, τα προσκλητήρια ηρώων κινητοποιούν, όχι μια εξιδανικευμένη διάσταση του παρελθόντος, αλλά την εγκαθιδρυμένη ιστορικότητα του παρόντος και του μέλλοντος. Στις άγριες πολιτικές συνθήκες, όπου παγιώνεται η αστυνομοκρατία και διαρρηγνύεται διαρκώς η δημοκρατία με υποκριτικές επιφάσεις νομιμότητας και οργάνωσης του κοινωνικού ιστού, χρειάζονται πράξεις αντίστασης, επανακαθορισμοί ταυτότητας, δεσμευτικές αναγνώσεις της ιστορίας, αναγνώριση των ανθρώπων και των συγγραφέων που επέδρασαν στις ζωές μας. Σε κάθε ήττα ιστορική και πολιτική, όλα μπορούν να επαναδιατυπωθούν δραστικά, αυτό προτάσσει ο Taibo II στο βιβλίο του «Προσκλητήριο ηρώων». Η μυθολογία με τη μορφή μεταμυθοπλασίας και η ιστορική ανασύσταση των γεγονότων είναι αυτή που επιτρέπει την επανεγγραφή στο προσωπικό, το πολιτικό και το κοινωνικό.

 

 

Με αφορμή τη σφαγή στο Τλατελόλκο του Μεξικού, στις 2 Οκτωβρίου του 1968, στην οποία πάνω από διακόσιοι άνθρωποι δολοφονήθηκαν από την κυβέρνηση του Ντίας Ορντάς, χωρίς ποτέ να τιμωρηθεί κανείς, ο συγγραφέας συντάσσει το δικό του προσκλητήριο νεκρών. Έτσι, διαχειρίζεται την οδυνηρή πολιτική ήττα των αριστερών κινημάτων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Επιτυγχάνει, επίσης, να αποποιηθεί τον ρεαλισμό του παρόντος, που μπορεί να οδηγήσει στην αίσθηση ματαίωσης κάθε ριζοσπαστικής αλλαγής για την οποία αγωνίστηκαν οι αριστεροί με κάθε πρόσημο παγκόσμια. Επιθυμώντας την ανατροπή του καθεστώτος του Ορντάς, ο ήρωας του βιβλίου, δημοσιογράφος Νέστορ Ρίκα, προσκαλεί τους παιδικούς του ήρωες: τους Τίγρεις της Μαλαισίας, τους Τρεις Σωματοφύλακες, τον Σέρλοκ Χολμς και άλλους πολλούς. Προσκαλεί επίσης, τους φίλους του που αγωνίστηκαν για την ανατροπή της πολιτικής κατάστασης στο Μεξικό.

Ο Taibo II θυμάται, χωρίς όμως να ενδίδει σε μια ρηχή νοσταλγία, με όρους πολιτικής μνήμης και την παρουσία των λογοτεχνικών μετασχηματισμών που με επικαιροποιημένους όρους, σε κάθε νέα ανασύνθεση, υπενθυμίζουν ότι ακόμα όλα είναι εφικτά φτάνει η μνήμη να συνδεθεί με το βιωματικό της σώμα. Σώμα συναισθηματικό, υλικό, προσωπικό και ικανό να παραμείνει διαχρονικά ζωντανό.

Πρωτότυπο στη δομή του, το μυθιστόρημα ξεκινά με το ερώτημα: «Αν δεν ήσουν εδώ, πού θα ήθελες να ήσουν;». Η συχνή επιθυμία να βρίσκεσαι πάντα κάπου αλλού από εκεί που θα ήθελες να είσαι, είναι αυτή που αναδεικνύει νέες εκδοχές εαυτών, ιστορίας και συμβάντων. Για κάθε τι, διαπιστώνει ο συγγραφέας, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Οι εκδοχές των άλλων αλληλεπιδρούν με τη δική μας υποκειμενικότητα, τις ιστορικές εκδοχές, αλλά και τη δυνατότητα της τέχνης να ανατρέψει κάθε παγιωμένο ιστορικό συμβάν, ανατρέποντάς το. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, σε όλο το βιβλίο, εκτός από τις εκδοχές του αφηγητή, παρατίθενται οι εκδοχές των άλλων για τα γεγονότα, οι οποίες συνοδεύονται από κριτικό αναστοχασμό για μια πληθώρα ζητημάτων σε πλαίσιο ιστορικό. Οι εκδοχές αυτές τέμνουν το σώμα του βιβλίου με σχεδόν αλφαβητική απαρίθμηση: το ατύχημα του πρωταγωνιστή, η βιογραφία του, το γενικό πλαίσιο, τα έγγραφα και η εξέτασή τους, τα ιστορικά ίχνη, η αδράνεια και η δικαιολόγηση, ζητήματα κουλτούρας και μυθοπλασίας, το μεξικάνικο κίνημα και τα στοιχεία του μυθιστορήματος.

Όλα συμπλέκονται στις μνημονικές ιστορικοποιημένες αναγνώσεις του παρόντος και του παρελθόντος, ενώ, παράλληλα, οι παρεμβάσεις αυτών των εκδοχών λειτουργούν ως το υλικό συστατικό της συγγραφικής πράξης, ορίζοντας πολύτροπα το τι σημαίνει σήμερα «δεν ξεχνώ», ποιο περιεχόμενο χρειάζεται να έχει η κριτική ανασκόπηση της ιστορίας για να μην ακυρωθεί από πολιτικές ήττας, άκαρπης νοσταλγίας ή γραμμικής ουδετερότητας και αποστασιοποίησης προκειμένου να νομιμοποιηθεί ο λόγος των νικητών. Η λογοτεχνία, λοιπόν, για άλλη μια φορά γίνεται εργαλείο ανακατασκευής της μνήμης, του κόσμου, του εαυτού και της πολιτικής δράσης.

Παραφράζοντας τη φράση του Σάντος, αντιστασιακού Ισπανού νευροψυχίατρου, που φυλακίστηκε επανειλημμένα από το καθεστώς του Φράνκο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κριτική ιστορική μνήμη, στη λογοτεχνία του Taibo II, μιλά με τη φωνή του, λέγοντας: «Δεν είμαι νεκρή εκεί και τότε. Είμαι ζωντανή εδώ και τώρα». Έτσι, απαντιέται και το ερώτημα ως προς την αφήγηση των αναμνήσεων, όπου ο Taibo II γράφει στον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του: «[…] διότι γιατί να θυμάσαι, γιατί να πεις σε κάποιον αυτό που ήδη ξέρει;» (σ. 35).

 

Πηγή: εφημερίδα Η Αυγή (29/11/2020)

You may also like

Leave a Comment