Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Θοδωρή Κ. Ηλιόπουλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Τζίνο Τζίνι Το συνέδριο των νεκρών που έγινε στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει.
Το βιβλίο του Τζίνο Τζίνι Το συνέδριο των νεκρών αποτελεί ένα απ’ τα πρώτα δριμύ κατηγορώ εναντίον του πολέμου, εναντίον κάθε μορφής πολέμου που η ανθρωπότητα διεξήγαγε, όπως και εναντίον κάθε είδους βίας που τυγχάνει να έχει αρχή αλλά όχι και τέλος.
Μια αρχή που τοποθετείται χρονολογικά στη νεολιθική περίοδο, όπου, βάσει των ευρημάτων που έχουμε, μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε πως ο θάνατος δεν οφειλόταν μόνο σε φυσικά αίτια και σε κακουχίες, αλλά και στην ανθρώπινη παρέμβαση. Από εκείνη την εποχή, την εποχή των εργαλείων, της εξημέρωσης των φυτών και των ζώων και της κοινωνικής οργάνωσης μέσω της κοινότητας, ο άνθρωπος ασκεί βία στον συνάνθρωπό του και του αφαιρεί τη ζωή. Είναι εκείνη η περίοδος που κάνει την εμφάνισή της η ιδιοκτησία. Μια ιδιοκτησία που στις μέρες μας δεν έχει βλέψεις μόνο πάνω σε υλικά αγαθά, αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο, τις ιδιότητες και τις ιδιαιτερότητές του.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο Τζίνο Τζίνι καλεί στο βήμα -επιτρέψτε μου- λογής «ιδιοκτήτες». Κατακτητές και δήμιοι, ηγέτες και αιμοσταγείς δολοφόνοι, έχοντας τον λόγο, επιχειρηματολογούν ή προσπαθούν τουλάχιστον ώστε να πείσουν για τους λόγους που τους οδήγησαν στις οποιεσδήποτε αποτρόπαιες πράξεις. Κάποιοι εξ αυτών αναφέρουν απλά και δίχως την παραμικρή συναίσθηση πως ό,τι έγινε καλώς έγινε, ενώ άλλοι τις αποδίδουν σε κάτι το αναγκαίο, γνωρίζοντας το μέγεθος της καταστροφής που έσπειραν. Δεν λείπουν όμως και αυτοί που ενώ απολογούνται, χρησιμοποιούν τη σύγκριση και τον αντίλογο ως υπεροχή απέναντι στους βαρβάρους. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Αλέξανδρος, ο οποίος μεταξύ άλλων λέει: «Εσύ, Αττίλα, μπροστά στο έξοχο θέαμα του πολιτισμού, που εμείς οικοδομήσαμε, το μόνο που μπορούσες να νιώσεις ήταν το μίσος και η τρελή επιθυμία να περάσεις τα πάντα δια πυρός και σιδήρου. Αλλά εγώ διέτρεξα οπλισμένος τη γη ποθώντας το καινούριο και την ομορφιά. Για μένα υπήρχε η μυστηριώδης Ανατολή που έπρεπε να επισκεφτώ· υπήρχαν οι απαθείς Σφίγγες που έπρεπε να ρωτήσω· οι ήπειροι που έπρεπε να μετρήσω και οι ωκεανοί που έπρεπε να εξερευνήσω. Θαύματα της ανθρώπινης τέχνης και τέρατα της φύσης με γοήτευαν εξίσου». Άλλοι ωστόσο αποδίδουν τις πράξεις τους ως θέλημα θεού και άλλοι στη σκληρότητα της φύσης.
Οι πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές που κατακρεούργησαν την ανθρωπότητα, μια διάκριση που απορρέει απ’ τις όποιες τιμές και αξιώματα, δεν πείθουν. Η πομπή των νεκρών ξεσηκώνεται. Ο λόγος της είναι αυτός που αποφεύγει ν’ ακούσει ο κάθε εξουσιαστής οποιαδήποτε στιγμή. «[…] τώρα ξέρουμε ότι εμείς πολεμούσαμε για λογαριασμό άλλου· δολοφονούσαμε ο ένας τον άλλον για δικό σας όφελος, για να υπερασπιστούμε τα δικά σας πλούτη, τα δικά σας σπίτια, τις δικές σας γυναίκες. Πεθαίναμε και σκοτώναμε για να σας εγγυηθούμε τις δικές σας απολαύσεις και τα δικά σας βίτσια. Πατρίδα, τιμή, ελευθερία, κάτω από αυτές τις σημαίες εσείς κρύβατε το δικό σας ιδιαίτερο συμφέρον και χρησιμοποιούσατε το δικό μας έργο, το δικό μας αίμα, για να εδραιώσετε την εξουσία σας και, πράγμα που είναι το χειρότερο, τη δική μας σκλαβιά. […]».
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, το παράρτημα που φέρει τον τίτλο «Στα χαρακώματα», θα μπορούσε να είναι η συνέχεια του συμβάντος που έμεινε στην παγκόσμια ιστορία ως η ανακωχή των Χριστουγέννων. Τα πρώτα Χριστούγεννα από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το χειμώνα του 1914, πάνω από ένα εκατομμύριο στρατιώτες του Δυτικού Μετώπου, αψηφώντας τις εντολές των ανωτέρων τους, εγκατέλειψαν τα χαρακώματα και ανταλλάσσοντας ευχές και δώρα γιόρτασαν με τον εχθρό, παίζοντας ποδόσφαιρο σε μια αυθόρμητη εκεχειρία. Μια «ανταρσία της ανακωχής» εν μέσω του «Μεγάλου Πολέμου» που τελικά στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από δέκα οχτώ εκατομμύρια ανθρώπους.
O Tζίνο Τζίνι παρουσιάζει τρεις νεκρούς στρατιώτες που άλλοτε ήταν εχθροί μεταξύ τους και πλέον δε νιώθουν φόβο ή πόνο. Συνομιλούν φέρνοντας στο προσκήνιο τον πόλεμο ως κάτι το άδικο, το αδιανόητο, διερωτώμενοι αν άξιζαν εν τέλει να σκοτωθούν τόσο νέοι υπηρετώντας έναν ακατανόητο σκοπό. Εκείνη τη στιγμή, αν και αποδεκατισμένοι, πνιγμένοι μέσα στο αίμα, τους διακρίνει ο πραγματικός πλούτος, η αρχή του αλληλοσεβασμού και της ισότητας. Είναι ευγενικοί, ακούν με προσοχή ο ένας τον άλλον και ο κάθε ομιλητής παίρνει τον λόγο εφόσον έχει ολοκληρώσει ο προηγούμενος, κάτι το οποίο είθισται να μη συμβαίνει στις μέρες μας.
Στον κόσμο της απουσίας των σαρκικών αισθήσεων όπου τώρα βρίσκονται, αντιλαμβάνονται πως δεν έχουν να χωρίσουν το παραμικρό, ο ένας δεν έχει τίποτα να προσάψει στον άλλον· εφόσον όλα έγιναν στον βωμό της απόφασης εντολών ανωτέρων που δεν τους εξήγησαν τους λόγους, παρά τους παρέταξαν να βρίσκεται ο ένας απέναντι στον άλλον, να πολεμούν μεταξύ τους λυσσαλέα έως ότου ο κάθε ένας απ’ αυτούς αποτελειώσει με τον τάδε ή δείνα τρόπο τον εντός και εκτός εισαγωγικών αντίπαλό του.
Κλείνοντας, είναι σχεδόν βέβαιο, πως εμείς δε θα παραστούμε σε κανένα συνέδριο και σε καμιά κοιλάδα ώστε να περιγράψουμε τις φρικαλεότητες του πολέμου ή να λογοδοτήσουμε γι’ αυτές. Όμως, είναι πιθανό να κάνουμε τον προσωπικό μας απολογισμό σχετικά με το φαινόμενο της βίας που απλώνεται καθημερινά μπροστά μας δίχως διακρίσεις. Φαινόμενο το οποίο ενισχύει ο καθημερινός ανταγωνισμός που υπάρχει μεταξύ μας και οδηγεί στον κοινωνικό κανιβαλισμό. Λες και έχουμε παιδευτεί σε έναν διαρκή πόλεμο, στην αλληλοεξόντωση. Ο ρόλος δε που θα ενσαρκώσουμε· θα είναι αυτός που θα έχει τα χαρακτηριστικά του θύτη ή του θύματος. Θα υπάρξουν όμως και οι στιγμές αμηχανίας που δε θα γνωρίζουμε που να τοποθετήσουμε τους εαυτούς μας και αυτό γιατί δικαιολογημένα θα αναγνωρίσουμε ό,τι υπήρξαμε την ίδια στιγμή τόσο το ένα όσο και το άλλο. Όπως περίπου συνέβη και με τους νεκρούς του συνεδρίου που ορισμένοι δεν ήξεραν που να κατατάξουν τους εαυτούς τους. Στους θύτες και τα θύματα ή στους δολοφονημένους και τους φονιάδες; Μοιραία όμως· θα λάβουν μέρος και οι περιπτώσεις εκείνες· όπου μπροστά σε περιστατικά βίας υπήρξαμε απλοί παρατηρητές.
Θοδωρής Κ. Ηλιόπουλος