Δημήτρης Τσεκούρας
Θλίψη και μυστήριο στα όρια του μεταφυσικού
«Το να ρουφάς ζωή μέσα από τους νεκρούς δεν είναι ανώδυνο»
Α. Η Εξομολόγηση
Τελειώνοντας την ανάγνωση του «Τορκί Μπαρ» ομολογώ ότι βρέθηκα σε διανοητική σύγχυση.
Κι αυτό γιατί, από τη μία πλευρά, ένιωσα την ανάγκη να γράψω για το βιβλίο όχι ως κριτικός λογοτεχνίας, εφόσον δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας αλλά ούτε και αντέχω να φέρω επάνω μου ένα τέτοιου είδους βάρος, αλλά ως ένας συγγραφέας που διάβασε το βιβλίο ενός άλλου συγγραφέα. Ενός βιβλίου που του άρεσε πάρα πολύ.
Από μία άλλη πλευρά, όμως, σε έναν άλλο μου εαυτό, μπήκε σαν διάβολος ο πειρασμός της κριτικής που υφέρπει πάντοτε με αλαζονεία «σαν μια κατσαρίδα που ζει μέσα σε έναν ανθρώπινο οργανισμό»i. Κι αυτές οι δύο πλευρές, σε συνδυασμό με την παγιωμένη μου πλέον άποψη ότι συγγραφέας, συν τοις άλλοις, είναι ένα ον που βρίσκεται σε κατάσταση ακατάπαυστου διανοητικού πειρασμού, ενίσχυσαν έτι περαιτέρω τη διανοητική μου σύγχυση.
Και τώρα τι θα κάνεις, είπα στον εαυτό μου, που θέλεις να γράψεις για το βιβλίο ως συγγραφέας και όχι ως κριτικός;
Και τότε –ω του θαύματος!– θυμήθηκα και ξαναδιάβασα μία παράγραφο, κάπου προς το τέλος του βιβλίου. «Η διπλή κηδεία έγινε στο νεκροταφείο του Ζωγράφου μέσα σε μια ατμόσφαιρα βαριάς θλίψης και μυστηρίου που άγγιζε τα όρια του μεταφυσικού. Αν ήταν ταινία, θα μπορούσε να την είχε αρχίσει ο Βισκόντι και να την αποτελειώσει ο Λιντς. Αν ήταν βιβλίο, θα ήταν κάτι μεταξύ Ντοστογιέφσκι και Στίβεν Κινγκ. Ομως δεν ήταν ούτε ταινία, ούτε βιβλίο». Και αυτομάτως συνειδητοποιώ ότι, μέσω αυτής της παραγράφου, ο διφυής (η χρήση του συγκεκριμένου επιθέτου νομίζω ότι θα αποσαφηνιστεί στη συνέχεια του κειμένου) Νίκος Βεργέτης ασυνείδητα προσφέρει, σχεδόν κάνει δώρο, στον προσεκτικό αναγνώστη ίσως την πιο αλληγορική –αλλά σε πρώτο πάντοτε επίπεδο– κριτική παρουσίαση που θα μπορούσε να γίνει για το βιβλίο του.
Ως εκ τούτου λοιπόν, ο υπογράφων το παρόν κείμενο νίπτει τας χείρας του, απομακρύνεται από το «άγχος» της κριτικής και εστιάζει, από εδώ και κάτω, αποκλειστικά και μόνο σε μία εντελώς δική του ψυχαναλυτική –και ενδεχομένως εντελώς αυθαίρετη– ανάγνωση του έργου. Και, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ψυχανάλυση, έτσι και εδώ τα πράγματα θα λεχθούν με «τυχαία» σειρά.
Β. Η Ανάγνωση
Εχουμε και λέμε λοιπόν: «Τορκί Μπαρ»: ένα βιβλίο σπασμένο σε δύο βιβλία που λειτουργούν σαν σπασμένοι καθρέφτες και έναν επίλογο.
Εάν κατάλαβα καλά και εάν θα έπρεπε να καταγράψω σε δυο το πολύ γραμμούλες την περίληψη της περίληψης αυτού του μικρού σε έκταση αλλά υπερανοιχτού στις φαντασιώσεις του βιβλίου, θα έλεγα: οι καλειδοσκοπικές δυνατότητες των Ανθρώπων. Αυτές οι άπειρες δυνατότητες της ζωής των ανθρώπων που όσο μεγαλειώδεις φαίνονται, άλλο τόσο γελοίες μπορεί να καταλήξουν όταν δεν πραγματώνεται η πιο μύχια από αυτές.
Ενδεικτικά: Ενα μπαρ, ένας μπάρμαν, μια ποδοσφαιρική ομάδα, πολλή κοκαΐνη, δυο αδέρφια, ένα εξαιρετικά σύντομο στην περιγραφή του αλλά καταγεγραμμένο με απίστευτη ωραιότητα, που κατ’ ουσίαν θα πει αλήθεια, φιλί μεταξύ δυο αντρών, ένα φιλί που μετατρέπεται σε πραγματική ιστορία Αγάπης.
Ζωντανοί και νεκροί μαζί.
Αυτό που είμαστε, αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, αυτό που καταλήξαμε να είμαστε εάν ασφαλώς καταλήγουμε να είμαστε κάτι εφόσον, ακόμη και μετά θάνατον, ίσως βρεθούν άνθρωποι που να κάνουν για εμάς αυτά που εμείς δεν κάναμε όσο εμείς ζούσαμε. Ενα ιδιότυπο γραφείο τελετών που οι ιδιοκτήτες του, με την έπαρση ενός σχεδόν Θεού, αναλαμβάνουν να κάνουν, τρόπον τινά, πλαστική στις ζωές των νεκρών.
Αλήθεια όμως, τους νεκρούς τούς ρώτησε κανείς αν το θέλανε;
Πολλή μουσική. Ανθρωποι ημιτελείς, ραγισμένοι, σαν σπασμένα όμορφα αγάλματα. Μια κηλίδα αίματος που μοιάζει με την Κρήτη. Ενα ξέφρενο, σχεδόν βακχικό, πάρτι, σαν μια φαντασμαγορική αλλά και θλιβερή ταυτόχρονα στιγμιαία έκρηξη της πιο πραγματικής εκδοχής των ανθρώπων. Η πιο πραγματική εκδοχή των ανθρώπων είναι όταν το σώμα τους δεν σκέφτεται. «Ελευθερία», λέει κάπου ο συγγραφέας, «σημαίνει να τα ’χει πάρει όλα ο διάολος». Διαβάζοντας τη φράση, ομολογώ ότι στάθηκα και καταχάρηκα που στάθηκα γιατί σκέφτηκα ότι ίσως θα μπορούσε να αντιπαραθέσει κανείς και το εντελώς αντίθετο: Ελευθερία σημαίνει να τα έχεις δώσει όλα στον Θεό.
Α! Μέσα στο βιβλίο κυκλοφορεί και μια κατσαρίδα. Νομίζω όχι αυτή του Κάφκα. Μια άλλη κατσαρίδα. Μια κατσαρίδα πολύ αμφιβόλων, κατά τη γνώμη μου, προθέσεων.
«Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις για τη μελλοντική εξέλιξη μιας κατσαρίδας που ζει μέσα σε έναν ανθρώπινο οργανισμό», λέει κάπου ο Βεργέτης. Ρισκάροντας λοιπόν την όποια συγγραφική μου διαίσθηση θα πω ότι, κατά τη γνώμη μου, η παραπάνω φράση σε συνδυασμό με τον εξαιρετικό νεολογισμό «ομορφοφοβία» αλλά και με τον αναπόφευκτο γλωσσικό συνειρμό που η λέξη αυτή προκαλεί είναι τα δυο βασικά κλειδιά για όποιον τυχόν επιθυμήσει να μη μείνει στην ανάγνωση του βιβλίου ως βιβλίου παραλίας, καθότι το βιβλίο απέχει πολύ από τούτο μολονότι θα μπορούσε ακόμη και με αυτόν τον τρόπο να διαβαστεί, αλλά να δει την από κάτω όψη του βιβλίου, τη διφυή του όψη, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να πει και κάποιος έγκριτος κριτικός.
«Τορκί Μπαρ»: ένα βιβλίο που, εν κατακλείδι, θα το παρομοίαζα με την ημιτελή παρτιτούρα ενός εμπνευσμένου ζωγράφου (δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο) που δεν την ολοκλήρωσε όχι επειδή δεν μπορούσε να την ολοκληρώσει, αλλά επειδή μάλλον θέλει να δει πώς αυτή θα ολοκληρωθεί στο μυαλό των αναγνωστών. Συγγραφική εξέλιξη, σύμφωνα με τον δικό μου συγγραφικό αξιακό κώδικα, σημαίνει να μη φοβάσαι να πας πιο βαθιά σε αυτό που λέγεται Γραφή. Και αυτό είναι κάτι που νομίζω ότι το είδα στο «Τορκί Μπαρ», το τρίτο κατά σειρά πεζό του Νίκου Βεργέτη. Ενα πεζό που κάποια στιγμή –τυχαίο;– «διαρρηγνύεται» και από ένα άκρως ερωτικό ποίημα.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών (20/8/2021)