Γιώργος Καράμπελας – Η ιδέα μιας φιλοσοφικής πολιτικής

Από Nikos

Γιώργος Καράμπελας

Η ιδέα μιας φιλοσοφικής πολιτικής

 

Λίγο καιρό αφότου κυκλοφόρησε τις μνημειώδεις Απαρχές του ολοκληρωτισμού, το 1951, η Χάνα Αρεντ κατέθεσε στο Ιδρυμα Guggenheim μια πρόταση για τη χρηματοδότηση της επόμενης έρευνάς της. Το κείμενο αυτό είχε αρχικά τίτλο «Ολοκληρωτικά στοιχεία στον μαρξισμό» και στόχος του ήταν, έγραφε η Αρεντ, να διορθώσει την «πιο σημαντική παράλειψη» στις Απαρχές, την «έλλειψη επαρκούς ιστορικής και θεωρητικής ανάλυσης του ιδεολογικού υπόβαθρου του μπολσεβικισμού».

Έναν χρόνο αργότερα, όταν η Αρεντ επικαιροποιεί την πρότασή της για να ανανεώσει τη χορηγία του ιδρύματος, ο Καρλ Μαρξ έχει πάρει τη θέση του «μαρξισμού», του οποίου τα «ολοκληρωτικά στοιχεία» έχουν επίσης αντικατασταθεί από την «παράδοση της δυτικής πολιτικής σκέψης» εν συνόλω: οι Απαρχές του ολοκληρωτισμού έχουν ήδη πάψει να αποτελούν τον ερευνητικό ορίζοντα, τον οποίο θέτει πλέον το κυοφορούμενο νέο βιβλίο της Αρεντ, η Ανθρώπινη κατάσταση του 1958.

Δημοσιευμένο μόλις το 2002 από το ανεξάντλητο αρχείο της Αρεντ στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, το κείμενο που μεταφράζεται τώρα στα ελληνικά (με έναν πολύ κατατοπιστικό πρόλογο του μεταφραστή και εκδότη Νίκου Κατσιαούνη, απ’ όπου και τα παραπάνω παραθέματα) είναι το πρώτο μέρος εκείνης της ερευνητικής πρότασης του 1951 και διατηρεί πλήρως την αυτονομία του σε σχέση με τη μετεξέλιξή του.

Η Αρεντ εδώ είναι απόλυτη: «Το να κατηγορεί κάποιος τον Μαρξ για ολοκληρωτισμό ισοδυναμεί με το να κατηγορεί την ίδια τη δυτική παράδοση» (σελ. 28), παρότι –ή ακριβώς διότι– ο Μαρξ είναι «ο μοναδικός σπουδαίος φιλόσοφος του παρελθόντος που όχι μόνο καταπιάστηκε με τα προβλήματα που ακόμα μας ταλανίζουν, αλλά και του οποίου η σκέψη θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί και να παρερμηνευτεί από μία εκδοχή του ολοκληρωτισμού» (σελ. 36-37).

Συνέχεια και ταυτόχρονα τομή στη δυτική πολιτική παράδοση, η σκέψη του Μαρξ δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόμα στο αντίπαλο δέος που θα γίνει στην Ανθρώπινη κατάσταση, αλλά νοείται μάλλον, με τον τρόπο ενός Σαρτρ, ως ο ανυπέρβλητος ορίζοντας της σύγχρονης εποχής – προέκταση και πραγμάτωση της εγελιανής φιλοσοφικής ερμηνείας του κόσμου, η οποία, ακριβώς ως τέτοια, δεν μπορούσε να μείνει περιορισμένη στη φιλοσοφία, αλλά έπρεπε να «αναποδογυριστεί», κατά τη διάσημη ρήση του Μαρξ (στην τελευταία από τις πολλές τέτοιες αντιστροφές της Δύσης, παρατηρεί προσφυώς η Αρεντ), περνώντας στην πολιτική.

Με μια διαφορά: η πολιτική φιλοσοφία στη Δύση «δυστυχώς και μοιραία, και μάλιστα από την αρχή, στέρησε κάθε είδους αξιοπρέπεια από τις πολιτικές υποθέσεις – δηλαδή από τις δραστηριότητες που αφορούν τον κοινό δημόσιο χώρο που δημιουργείται οποτεδήποτε οι άνθρωποι συμβιώνουν». Η πολιτική υπό το πρίσμα της δυτικής φιλοσοφίας είναι κάτι παράγωγο με «διττή έννοια: έλκει την καταγωγή της από τα προπολιτικά δεδομένα της βιολογικής ζωής και τοποθετεί το τέλος της στη μεταπολιτική ύψιστη δραστηριότητα του ανθρώπινου πεπρωμένου» (σελ. 90-92).

Αντίθετα, η πολιτική στον Μαρξ, η περιβόητα απούσα, ανεύρετη ή έστω ανεπεξέργαστη, είναι και η «καταγωγή» και το «τέλος» της παραδοσιακής πολιτικής: έχει υποκείμενό της τον προπολιτικό άνθρωπο-εργασιακή δύναμη και πεδίο της όχι κάποιον «κοινό δημόσιο χώρο», αλλά την Ιστορία ως πορεία προς τη μεταπολιτική (και μεταεργασιακή) ουτοπία της συμφιλιωμένης ανθρωπότητας. Από αυτή την άποψη, η πράξη γίνεται ο αληθινός κινητήριος μοχλός της σκέψης και η πολιτική «αποτελεί τη μόνη δραστηριότητα που είναι εγγενώς φιλοσοφική» (σελ. 97).

Η επισκόπηση ολόκληρης της δυτικής πολιτικής φιλοσοφίας που επιχειρεί η Αρεντ σε τόσο λίγες σελίδες είναι χωρίς υπερβολή συναρπαστική, ωχριά όμως σε ένταση μπροστά στο δυσοίωνο ερώτημα που τη διαπερνά χωρίς να γίνεται ποτέ στ’ αλήθεια ρητό: κι αν μια αυθεντικά φιλοσοφική πολιτική, υλιστική ή μαρξιστική, νεωτερική ή προλεταριακή, συγγενεύει τόσο στενά με τον ολοκληρωτισμό ώστε σχεδόν να μην μπορεί να διακριθεί εννοιολογικά από αυτόν;

Ο ρωμαϊκής έμπνευσης ρεπουμπλικανισμός της Αρεντ αναγνωρίζει στον Μαρξ και στη νεωτερικότητά του ότι έφεραν σε πέρας την Aufhebung, τη «συναίρεση» της ελληνικής πολιτικής σκέψης, της οποίας τα προπολιτικά απωθημένα (η βία της δουλείας) και τα μεταπολιτικά δελέατα (η ιδεώδης «σχόλη») απειλούσαν ανέκαθεν τα δημόσια πράγματα· αρνείται ωστόσο να καταφύγει στη νοσταλγία, προτιμώντας, έστω και διστακτικά, στην Ανθρώπινη κατάσταση, την εξιδανικευμένη δημοσιότητα και την απροϋπόθετη δράση μιας επιστημονικής τεχνοκρατίας που μόνο μακρινή σχέση διατηρεί με την πολιτική διακυβέρνηση. Για τον Μαρξ, απεναντίας, η πολυπόθητη διάκριση «καλής» και «κακής» φιλοσοφικής πολιτικής δεν μπορεί να είναι εννοιολογική ή επιστημονική, ούτε καν ανθρωπιστική ή δικαιοκρατική: θα δοθεί από τον ίδιο τον γενικό μεταβολισμό ανθρώπου-φύσης, στη διαρκή πάλη για την επιβίωση και των δύο – και τα πάντα θα κριθούν εκ του αποτελέσματος.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

 

 

You may also like