Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 19/10/2018
Το βιβλίο αποτελεί μια σειρά κειμένων του συγγραφέα για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, έναν δημιουργό της εποχής του με τον οποίο συνδέθηκε με μια δυνατή και γόνιμη φιλία, δομημένη με έναν διαλεκτικό τρόπο. Οπως αναφέρει και η Χάνα Αρεντ, η γνωριμία τους ήταν η στιγμή όπου ο μεγαλύτερος τότε εν ζωή Γερμανός ποιητής συνάντησε τον μεγαλύτερο κριτικό της εποχής του.
Ο Μπρεχτ γνωρίστηκε με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν το 1929, πιθανότατα μέσω της Ρωσίδας σκηνοθέτιδας και ηθοποιού Αζας Λάσις, για την οποία ο Μπένγιαμιν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια. Ο Μπρεχτ μόλις είχε κατακτήσει τη γερμανική θεατρική σκηνή σημειώνοντας την πρώτη του μεγάλη επιτυχία με την «Οπερα της πεντάρας». Αυτό ασκεί προφανώς μια γοητεία στον Μπένγιαμιν, αλλά δεν επαρκεί για να εξηγήσει τη στενή σχέση των δύο ανδρών και τον εκατέρωθεν θαυμασμό.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, εκτός από ποιητής, υπήρξε αδιαμφισβήτητα μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του σύγχρονου θεάτρου. Το θέατρο και η ποίησή του αλληλοσυμπληρώνονται, καθώς τα ποιήματά του φωτίζουν πολλά σκοτεινά σημεία της δημιουργίας και της σκέψης του.
Υπήρξε «θεατράνθρωπος» με όλη τη σημασία της λέξης, καθώς έγραφε, σκηνοθετούσε και δίδασκε θέατρο προωθώντας τον ανασχηματισμό της δραματουργίας, της σκηνικής τέχνης και τεχνικής. Χαρακτηριστικές είναι μαρτυρίες της εποχής που αναφέρουν ότι «ο Μπρεχτ δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς θέατρο… θα προτιμούσε να δουλέψει σαν υποβολέας παρά να ζήσει χωρίς αυτό!».
Ο Μπένγιαμιν στα κείμενα που παρουσιάζονται στον τόμο αυτό υπερασπίζεται και συνομιλεί με έναν δημιουργό που προσπαθεί να παρακολουθήσει την εποχή του, τις ανάγκες της και να δημιουργήσει για τον καιρό του. Ερχονται να φωτίσουν μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους του Μπρεχτ, δίνοντας μια διαφορετική εικόνα για το έργο του, το οποίο κατά τη γνώμη μου στη χώρα μας έχει μια στρεβλή πρόσληψη τόσο από τους μαρξιστές-λενινιστές −ή τέλος πάντων τους αριστερούς− όσο κι από τους πιο εμπορικούς εκπροσώπους του θεάτρου μας.
Ο Μπρεχτ, τουλάχιστον αυτής της περιόδου, προσπαθεί να εισαγάγει το κοινό στο θέατρο της επιστημονικής εποχής. Πέραν της μαρξικής προσέγγισης στη δραματουργία, χρησιμοποιεί στη σκηνή όλα τα μέσα της εποχής του, καθώς με αγωνία θέλει να απευθυνθεί άμεσα σε αυτήν μέσα από το θέατρο.
Η αισθητική δεν πρέπει να λογίζεται ξέχωρα από την πολιτική ή ερήμην της πολιτικής, γιατί και η πολιτική και η τέχνη στην πόλη αναφέρονται κι από αυτήν εκπορεύονται με έναν τρόπο. Τα κείμενα του Βάλτερ Μπένγιαμιν αποσαφηνίζουν την πολιτική σημασία του θεάτρου του Μπρεχτ και συνδέουν την πολιτική σκέψη με την αισθητική του και τη σκηνική πρακτική. Η εναλλαγή αφηγήσεων από το τρίτο σε πρώτο πρόσωπο ακόμα και από τον ίδιο ρόλο, η συνύπαρξη και συρραφή κειμένων διαφορετικής προέλευσης ή η ύπαρξη αφηγητή κ.λπ. είναι καινοτομίες που προκύπτουν από τους πειραματισμούς του Μπρεχτ. Η ουσία της θεατρικής πράξης δεν βρίσκεται πλέον μόνο στο θεατρικό κείμενο αλλά στην πολύπλοκη και γεμάτη αντιφάσεις πραγματικότητα της σκηνής.
Ο Μπρεχτ προσπάθησε να απαλλάξει το θέατρο από τη «δραματικότητα» και είναι εκείνος στον οποίο οφείλει πολλές σκηνικές πρακτικές το σύγχρονο θέατρο. Η λογοτεχνοποίηση του θεάτρου, στην οποία αναφέρεται ο Μπένγιαμιν, έχει πάντα τον ίδιο στόχο: την απελευθέρωση μέσα από τη γνώση και τη γνώμη. Το «επικό θέατρο» του Μπρεχτ για το οποίο μας μιλά ο Μπένγιαμιν ακριβώς αυτό είχε στόχο: τον συνδυασμό πολιτικής σκέψης, αισθητικής και σκηνικής πρακτικής.
Το θέατρο, η θεατρική πράξη, παύει να είναι μίμηση της πραγματικότητας, «μίμηση πράξης σπουδαίας και τελείας». Γράφει ο Μπένγιαμιν: «Για τον ηθοποιό του “Επικού Θεάτρου” ο σκηνοθέτης δεν δίνει πλέον οδηγίες για το πώς θα φτάσουν σε ένα αποτέλεσμα, αλλά εκθέτει θέσεις που πρέπει να σχολιαστούν. Για τον σκηνοθέτη του ο ηθοποιός δεν είναι πλέον ένας μίμος που πρέπει να ενσαρκώσει έναν ρόλο, αλλά ένας λειτουργός που πρέπει να κάνει τη λεπτομερή απογραφή αυτού του ρόλου».
Ετσι το θέατρο από καθρέφτης θα γίνει Αλήθεια, όχι γιατί γνωρίζει την αλήθεια, αλλά γιατί αυτό που παίζεται στη σκηνή δεν προσπαθεί να κρύψει το γεγονός ότι είναι θέατρο, άρα είναι αληθινό θέατρο.
Το «Επικό Θέατρο» αντλεί συνεχώς μια ζωηρή και παραγωγική συνείδηση από το γεγονός ότι είναι θέατρο. Αυτή η συνείδηση το καθιστά ικανό να μεταχειρίζεται τα στοιχεία της πραγματικότητας σαν να πρόκειται να οργανώσει ένα πείραμα, με τις «καταστάσεις» να προκύπτουν στο τέλος και όχι να τίθενται από την αρχή. Ετσι δεν τοποθετούνται κοντά στον θεατή αλλά σε απόσταση απ’ αυτόν.
Η σχέση του Μπρεχτ με τον Μπένγιαμιν έδειχνε περίεργη στα μάτια των φίλων του δεύτερου. Ο Μάρτιν Τζέι στο βιβλίο του «Η διαλεκτική φαντασία» αναφέρει ότι τόσο ο Τέοντορ Αντόρνο όσο και ο Γκέρσομ Σόλεμ θεωρούσαν καταστροφική την επιρροή που ασκούσε ο Μπρεχτ στον Μπένγιαμιν. Ηταν αδύνατον να κατανοήσουν την αποδοχή του χονδροειδούς, ακόμα και χυδαίου για εκείνους υλισμού του Μπρεχτ από τον δικό τους φίλο και συνοδοιπόρο. Επίσης, όπως αναφέρει ο Τζέι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν, να εξηγήσουν γιατί ο Μπένγιαμιν πίστευε στην επαναστατική δυνατότητα της κοινής τέχνης και της τεχνολογικής καινοτομίας την οποία πρέσβευε ο Μπρεχτ.
Τα βιβλία του Βάλτερ Μπένγιαμιν κατά κανόνα δεν είναι μονοθεματικά ή ειδικού ενδιαφέροντος, ανεξαρτήτως του τι πραγματεύονται. Η γραφή και η σκέψη του Μπένγιαμιν προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη ανεξάρτητα με το θέμα, γιατί η κριτική του ματιά δεν βρίσκεται σε συνάφεια με το τι θέλει να μας πει ένας ποιητής ή ένα ποίημα ή θεατρικό έργο, αλλά έχει να κάνει με το τι έχει να ομολογήσει ο ίδιος για την ποίηση, την ιστορία ή την πολιτική, την τέχνη εν γένει. Και αυτό συμβαίνει και στο βιβλίο του για τον αγαπημένο φίλο του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Ορέστης Τάτσης, σκηνοθέτης