Γιάννης Καλογερόπουλος
Λόλα Καραμπόλα
Άφησα το βιβλίο αυτό για καιρό στη στοίβα με τα προσεχώς. Είχα περιέργεια, όμως, ταυτόχρονα, κάτι με κρατούσε μακριά. Ο καιρός πέρασε, η στιγμή ήρθε, το ένστικτο του αναγνώστη ανέλαβε πρωτοβουλία. Αντίθετα με άλλες παρόμοιες λογοτεχνικές απόπειρες, δεν ήμουν σίγουρος τι να περιμένω. Θέλω να πω πως δεν είχα κατασκευάσει συγκεκριμένο ορίζοντα προσδοκιών, κάτι, οφείλω να παραδεχτώ, σπάνιο, ειδικά όσον αφορά την κουήρ λογοτεχνία. Έμοιαζα έτοιμος να μπω στην ανάγνωση χωρίς χαρτοφυλάκιο ανά χείρας, όχι συνειδητά τουλάχιστον, παρότι κάτι τέτοιο δικαιολογημένα στέκει υπό αμφισβήτηση. Άλλωστε, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, μου έκανε εντύπωση η απόσταση του παντογνώστη αφηγητή από την πρωταγωνίστρια Λόλα και αυτό σίγουρα κάτι από δυσδιάκριτες προσδοκίες φέρει.
Μπορεί να μην ήμουν σίγουρος για το τι ακριβώς περίμενα ξεκινώντας να διαβάζω το βιβλίο αυτό, σίγουρα όμως δεν περίμενα μια τριτοπρόσωπη ιστορία ενηλικίωσης, όχι ως προς τον θεματικό άξονα αλλά ως προς την τεχνική διαχείριση της αφήγησης και την, όπως προείπα, απόσταση ανάμεσα στο αφηγηματικό υποκείμενο και τον κεντρικό χαρακτήρα, την παρούσα παλέτα που δημιουργεί απόσταση από τις υπόνοιες αυτομυθοπλασίας. Το Λόλα Καραμπόλα είναι —αποδείχτηκε να είναι— ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης αρκετά τυπικό του είδους ως προς την κατασκευή, χωρίς την πλήρη —και πολλαπλώς επίφοβη— επικέντρωση στο τραύμα, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει το τραύμα, πως απουσιάζουν οι βαρυφορτωμένοι ουρανοί. Είναι η ιστορία της Λόλας, που δεν την έλεγαν πάντοτε Λόλα, που για χρόνια την αντιμετώπιζαν ως αγόρι. Λόλα, να δύο φύλα, διαβάζουμε κάποια στιγμή και η ελάχιστης έκτασης φράση αυτή συμπυκνώνει εν πολλοίς τον άξονα περιστροφής στην πορεία ενηλικίωσής της.
Έχω πολλές φορές υπάρξει μάρτυρας σε συζητήσεις για τον τρόπο με τον οποίο η κουήρ λογοτεχνία —και κύρια η autofiction εκδοχή της— θυματοποιεί τον ίδιο της τον εαυτό, τον τρόπο με τον οποίο μακιγιάρεται για να ζητιανέψει το συναίσθημα και το κάθετο κούνημα του κεφαλιού των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, να γυρέψει την ελεημοσύνη για ένα αχ τα καημένα. Τον τρόπο με τον οποίο το βίωμα και το τραύμα υπερισχύουν της λογοτεχνικότητας, επιδιώκοντας να εξαιρεθούν από το κυρίως σώμα της λογοτεχνίας και να βρουν καταφύγιο σε μια υποκατηγορία της, όμοιοι μεταξύ ομοίων, επιλογή σε ευθεία σύγκρουση με το κουήρ. Έτσι, το διακύβευμα μετατοπίζεται στην όχθη της συγκλονιστικής ατομικής εμπειρίας, γεγονός που αναμενόμενα φέρνει το επίδικο στην ειλικρίνεια της ιστορίας, παραμερίζοντας τη σημασία του τρόπου με τον οποίο η κάθε ιστορία μεταμορφώνεται σε λογοτεχνία.
Προφανώς, ή έστω όχι και τόσο προφανώς, αλλά όπως και να έχει, δεν παραγνωρίζω τη δύναμη της κάθε ιστορίας —άλλωστε οι ιστορίες είναι ο κυρίως λόγος που διαβάζω λογοτεχνία και δη σύγχρονη—, την αλήθεια και το βίωμα που με μόχθο φέρει στις πλάτες της το εκάστοτε υποκέιμενο, όταν στέκομαι με έντονο προβληματισμό απέναντι σε αυτό που κάπως πιο λαϊκά θα ονομάζαμε κλάψα της λογοτεχνίας ενός ελάχιστα προνομιούχου περιθωρίου που γυρεύει τη θέση στον δημόσιο λόγο, άλλωστε, —και— ο χαρακτηρισμός κλάψα είναι εν πολλοίς τέκνο των προνομίων του κάθε υποκειμένου της ανάγνωσης. Στην περίπτωσή μας ωστόσο και απομακρυνόμενος από ένα πεδίο πιο θεωρητικό και αφηρημένο, θεωρώ πως η αφηγηματική διαχείριση του υλικού της πρωτοεμφανιζόμενης στη λογοτεχνία Ερωφίλης Κόκκαλη αποτελεί το κυρίως επίτευγμα του βιβλίου αυτού, την πηγή εκ της οποίας πηγάζουν και οι υπόλοιπες, περισσότερο ή λιγότερο ορατές, αρετές του βιβλίου. Αυτή είναι η ιστορία της Λόλας και δεκάρα δεν δίνω πώς θα σου φανεί αναγνώστη, όμως απαιτώ, ναι απαιτώ, και τη λογοτεχνική σου αξιολόγηση, αρκετά απολογήθηκα, αρκετά βασανίστηκα, αλλά η ζωή μου δεν ήταν μόνο αυτό, μέσα από τις συμπληγάδες πέρασα και να που τώρα στέκομαι εδώ, μπροστά σου, αυτό θεωρώ πως θα μας έλεγε η Λόλα Καραμπόλα αν τη ρωτούσαμε.
Η γλυκόπικρη ή, αν προτιμάτε, κωμικοτραγική, γεύση της ιστορίας αυτής τρέφεται από την ίδια την εξέλιξή της. Αν στη μια πλευρά του χρόνου τοποθετηθεί η μικρή Λόλα και στην άλλη η ώριμη εκδοχή της, τότε η γεύση αυτή αποκτά διαστάσεις και βάρος. Η Κόκκαλη αφήνει εκτός κυρίως κάδρου τις βεβαιότητες και την απομάγευση της ενήλικης ηρωίδας της και επικεντρώνεται σε εκείνο που θα έπρεπε να επικεντρωθεί μια ιστορία ενηλικίωσης, στις αβεβαιότητες και τη μαγεία της παιδικής ηλικίας. Καθιστά τον αφηγηματικό χρόνο σύγχρονο των παιδικών χρόνων της Λόλας, καταφέρνει να αποδώσει κάτι που δύσκολα αποδίδεται, την παιδική ματιά της πρωταγωνίστριας στον κόσμο και στον εαυτό, το μαγικά μπερδεμένο κουβάρι που η απόπειρα να ξεμπλέξει κανείς τα νήματα, με τον δικό του τρόπο και χωρίς κανένα μάνιουαλ, καθορίζει, παρέα με το στενότερο και ευρύτερο περιβάλλον, την άφιξη σ’ ένα ύστερο χωροχρονικό σημείο, αν βέβαια δεν έχει δολοφονηθεί ή οδηγηθεί σε κάποιο ίδρυμα, ας μην αφήσουμε τον ωμό ρεαλισμό εκτός.
Η ονοματοποιία των προσώπων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, και απόλυτα πετυχημένο μάλιστα, του τρόπου με τον οποίο η Κόκκαλη αναπλάθει τα παιδικά χρόνια της Λόλας, λογοπαίγνια και ρίμες βγαλμένες από βιβλία παιδικά, που ωστόσο καταφέρνουν να αποτυπώσουν με ακριβή δυσφορία τον μικρόκοσμο στον οποίο η Λόλα μεγαλώνει, εκεί όπου για χρόνια όλα μοιάζουν με παιχνίδι, αργότερα ωστόσο το παιχνίδι αυτό, στα μάτια εκείνου που κάποτε ήταν παιδί, θα πάρουν τις τρομακτικές, αληθινές τους διαστάσεις. Η συνειδητή επιλογή της απομακρυσμένης θέσης του παντογνώστη αφηγητή, εκτός των παραπάνω, επιτρέπει στην Κόκκαλη να δώσει το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, να εντάξει στην κεντρική ιστορία τις απαραίτητες υποϊστορίες που την αποτελούν και αναπόφευκτα τη διαμορφώνουν, και έτσι, το Λόλα Καραμπόλα λειτουργεί σε αρκετά επίπεδα πρόσληψης και κατανόησης του γύρω κόσμου, στα δευτερεύοντα πρόσωπα αναγνωρίζει κανείς πρόσωπα οικεία παρότι αυτά δεν στενάζουν καταδικασμένα κάτω από τον ζυγό της στερεοτυπίας.
Η γλύκα και η αθωότητα επιστρέφουν στο τέλος της παιδικότητας με πάταγο, όχι μόνο στο πρόσωπο της Λόλας αλλά –κυρίως– στο δικό μας, παρότι δεν εξιστορούνται. Μια κεντρική επιρροή εντοπίζεται σε έναν πρωτοπόρο στο είδος αυτής της αφήγησης, τον Ταχτσή, ακόμα και ως προς τις γλωσσικές επιλογές στην αφήγηση. Μου άρεσε πολύ το βιβλίο αυτό για λόγους που με τίποτα δεν είχα φανταστεί, κυρίως από την «αυτοπεποίθηση» που γάργαρη πηγάζει από την παιδική ματιά, από τη γωνία θέασης του κόσμου, από την αποτύπωση του μπλεγμένου κουβαριού, από την προώθηση της διαπραγμάτευσης και της απόπειρας κατανόησης του εαυτού και της θέσης στην ολοένα και μεγαλύτερη εικόνα του κόσμου. Αλλά θα ήταν κατάφωρα άδικο να επικεντρωθώ μόνο σε αυτά και να παραγνωρίσω τις λογοτεχνικές, αφηγηματικές κυρίως, αρετές της Κόκκαλη, τον τρόπο με τον οποίο αποφεύγει τον συναισθηματικό εξαναγκασμό του αναγνώστη, που αδιαφορεί για τις σκέψεις του, αλλά πετυχαίνει, παρόλα αυτά να τον κρατήσει μέχρι την τελευταία σελίδα με τη λογοτεχνία και όχι με την κατήχηση και το κούνημα του δακτύλου. Αναγνωστική έκπληξη η Λόλα Καραμπόλα.
Πηγή: ΝΟ14ΜΕ