Παναγιώτης Τσιαμούρας – Απόδραση από το φύλο

Από Nikos

Παναγιώτης Τσιαμούρας

Απόδραση από το φύλλο

 

«Το μήλο είναι μήλο, το φύλο είναι φύλο, το αγόρι είναι αγόρι, το κορίτσι είναι κορίτσι, και οποιοδήποτε μπέρδεμα ή παίδεμα οφείλεται σε ακόλαστες, αφύσικες και όχι τόσο πατριωτικές και “καθαρές” παρορμήσεις» (σ. 107).

Ποια είναι η Ερωφίλη Κόκκαλη; Είναι θεατρική συγγραφέας, ηθοποιός και ακτιβίστρια· κείμενά της φιλοξενούνται σε έντυπα και ιστοσελίδες· συνεργάζεται με τη Θετική Φωνή και συμμετέχει σε διάφορα προγράμματα (Trans Healthcare Project, Πολιτικό Αρχείο για το HIV/AIDS κ.ά.).

Τι είναι το Λόλα Καραμπόλα; Ακόμη και αν δεν πρόκειται για μυθιστόρημα με την κυριολεκτική σημασία του όρου, το Λόλα Καραμπόλα συνιστά ένα λογοτεχνικό εγχείρημα που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Θα λέγαμε ότι πρόκειται περισσότερο για ένα οδοιπορικό ενηλικίωσης και έμφυλης λογοδρόμησης που ξορκίζει την αυτολύπηση και την αυτοθυματοποίηση, δεν ζητιανεύει τη συμπόνια και το συναίσθημά μας, αποφεύγει την κατήχηση και το κούνημα του δακτύλου. Απεναντίας, το κορίτσι που κάποτε δεν ήταν κορίτσι και δεν το έλεγαν Λόλα διεκδικεί άμεσα την υποκειμενικότητά της, ακόμη και αν δεν έχει πάντα πλήρη επίγνωση των διαστάσεων του αγώνα που θα υποχρεωθεί να δώσει. Με τα λόγια της συγγραφέως: «Θα έλεγα ότι πάντοτε ήμουν “out”, γιατί πάντα ήμουν ένα queer παιδί και στο οικογενειακό μου και σε όποιο άλλο περιβάλλον υπήρχα». Από την άποψη αυτή, το Λόλα Καραμπόλα δεν εξιστορεί ένα τραύμα και πώς αυτό βιώνεται από το «θύμα»: αφορά μία αποκάλυψη, μία δήλωση ταυτότητας –ή μήπως μη ταυτότητας;– χωρίς κραυγές, αλλά ούτε και κλάψες – σχεδόν με μία σιγουριά που αγγίζει την αποστασιοποίηση, ίσως και λόγω της τριτοπρόσωπης αφήγησης.

Στο Λόλα Καραμπόλα –γραμμένο σε γλώσσα άμεση και ζωντανή, που δεν στερείται ούτε χιούμορ ούτε λογοτεχνικών αρετών και σε παρασύρει από τις πρώτες κιόλας αράδες– έχουμε την εξιστόρηση κάποιων χαρακτηριστικών στιγμών των παιδικών χρόνων της ηρωίδας, των χρόνων του δημοτικού, καθώς η αφήγηση τελειώνει πριν πάει στο γυμνάσιο. Το προσωπικό στοιχείο παντρεύεται με το πολιτικό, το προσωπικό βίωμα, η αυτοβιογραφία και η συχνά σκληρή πραγματικότητα με τη μυθοπλασία. Πρόκειται για μια διττή καταβύθιση. Από τη μία αφορά τον εσωτερικό κόσμο ενός παιδιού που νιώθει πως ούτε στα κορίτσια ανήκει ούτε στα αγόρια χωράει, αφού κάποια στιγμή η ηρωίδα συνειδητοποιεί πως «δεν ήθελε να είναι σε καμιά από τις δύο ουρές: ούτε σε εκείνη των μυροφόρων κοριτσιών που περίμεναν σιωπηλές με τα λουλούδινα στεφάνια καρφιτσωμένα στα μακριά μαλλιά τους ούτε σε εκείνη με τα παπαδάκια που κορόιδευαν το ένα το άλλο, γιατί τα άμφιά τους έμοιαζαν με φουστάνια… H Λόλα δεν ήθελε να είναι σε καμία από τις ουρές. Αλλά ακόμη και αν ήθελε, δεν θα χωρούσε σε καμία. Ξένη ανάμεσα στις ξένες και ξένος ανάμεσα στους ξένους» (σ. 199) συνειδητοποιεί ότι το σώμα που παρατηρεί στον καθαρό καθρέφτη δεν είναι παρά ένα ξένο ρούχο. Από την άλλη αποτυπώνεται μία ψύχραιμη, δίχως κακία και διδακτισμό, ματιά στον κόσμο που την περιβάλλει: με τα κουτσομπολιά, την άλλοτε κρυφή άλλοτε φανερή βία, τη ζωή στις πολυκατοικίες της προσφυγικής συνοικίας και πέριξ αυτής. Σκηνές ενδοοικογενειακής βίας, μπροστά στην οποία «ο κοινωνικός περίγυρος κάνει τα στραβά μάτια», απαγορεύσεις και τιμωρίες εντός οικογενειακής εστίας, χαστούκια («το διαχρονικό σύμβολο του αδικημένου ή προσβεβλημένου αρσενικού») και πράξεις ανδρισμού, μεθύστακες γονείς και καταπιεσμένες γυναίκες, «μια αρρωστημένη κτητικότητα που ερμηνεύεται ως αγάπη εντελώς συμφεροντολογικά», όπου «ήταν ανήκουστο να κατατεθεί αίτηση διαζυγίου εξαιτίας ενδοοικογενειακής βίας», εκπαιδευτικοί αποφασισμένοι να εφαρμόσουν με κάθε τρόπο τις μεθόδους τους, κατηχητές πραγματικοί σαρκοφάγοι κάκτοι έτοιμοι να κατασπαράξουν πλάσματα αδύναμα να αντιδράσουν, κουτσομπολιά μεταξύ γυναικών και πειράγματα όχι πάντα και τόσο αθώα: αυτά είναι τα υλικά του ψηφιδωτού που η Κόκκαλη ενίοτε χρησιμοποιεί με εύθυμη διάθεση: «Με το που μάκραινε η φράντζα στο κούτελο και έκαναν την εμφάνισή τους τα μοιραία τινάγματα του κεφαλιού του στιλ “ποια κάμερα με παίρνει;” και τα αέρινα λυγίσματα του καρπού, καθώς και το τσουλούφι πίσω από το αυτί, είχε ήδη σημάνει στην οικογένεια συναγερμός» (σ. 109).

Πολλοί θα μπορούσαν να εντοπίσουν σε αυτές τις εικόνες και δικά τους στοιχεία. Και αυτό δεν αφορά μόνο εκείνους που διέτρεξαν μία πορεία ανάλογη της Λόλας, αλλά και όσους με βρισιές, με προσβολές, ακόμη και με φυσική κακοποίηση φρόντισαν –φροντίζουν– να καταστήσουν έναν Γολγοθά τη ζωή της κάθε ύπαρξης που απορρίπτει τον ετεροκαθορισμό, τον περιορισμό στα κλουβιά της ταξινόμησης των σωμάτων. Γιατί τα κραξίματα, η βία και οι φτυσιές εναντίον κάποιων ανθρώπων δεν ήταν/είναι ποτέ παιχνίδι: ήταν/είναι μία θλιβερή πραγματικότητα για ό,τι δεν γινόταν και δεν γίνεται αποδεκτό ως «φυσιολογικό», για όποιο υποκείμενο δεν χωράει ή αντιστέκεται στους επιβεβλημένους κανόνες. Ισως οι πρωταγωνιστές των ιστοριών της Λόλας να έχουν εξαιρετικά εύστοχα και ευφάνταστα ονόματα (Φωφώ Σανέλ, Μαλάμω Φεραγκάμο, Τερέζα Μισινέζα, Μένιος Κουρτάκης, Κανέλα Περεστρόικα, Αιμίλιος Κροκοδείλιος), αλλά όποιος έχει ζήσει σε παρόμοιες συνθήκες δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει, ενδεχομένως με κάποια πικρία, ότι πίσω τους βρίσκονται πρόσωπα με σάρκα και οστά, πραγματικοί άνθρωποι. Και αυτό είναι μία από τις πολλές αρετές του βιβλίου – μία άλλη είναι η νηφαλιότητα της γραφής της Κόκκαλη, νηφαλιότητα απαραίτητη, αν θέλουμε να κατανοήσουμε ανάλογες διαδρομές.

 

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.

 

You may also like