Γιώργος Σταματόπουλος
Ο χορός και ο εμφύλιος
Ἡ ἔννοια χορὸς προσλαμβάνει πολιτικὴ χροιὰ καὶ βάρος ὅταν εἰσβάλλει στὶς κοινωνικὲς σχέσεις καὶ μπορεῖ καὶ διακόπτει ἐμφύλιους πολέμους· ὄχι, δὲν ἐγκαθιδρύει σχέσεις ὁμόνοιας καὶ ἀγάπης, ἐνωτίζει ὅμως τὰ σώματα τῶν ἀντιπάλων στὴν ἀσύνειδη προσπάθεια ὅλων νὰ βγάλουν τὸ πόδι τους ἔξω ἀπὸ τὸν πλανήτη, νὰ ἀντιδράσουν –γιατὶ ἔτσι τοὺς προστάζουν τὰ ἔγκατά τους– στὶς βαρυτικὲς δυνάμεις. Οἱ ἐμφύλιοι δὲν θὰ σταματήσουν ποτὲ ὅσο οἱ ἄνθρωποι θὰ διαιροῦνται σ’ αὐτοὺς ποὺ διατάζουν καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐκτελοῦν. Ὁ χορὸς ὅμως –σὰν τὶς γιορτές– καταπαύει τὴ μανία τῶν διαιρέσεων, μηνύοντας ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰσχὺ [τὴν ἐξουσία] κάπου ὑπάρχει καὶ ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀγάπη. [Πῶς ἀκούγεται αὐτό;]
Ὁ χορὸς εἶναι ἀρχέγονος, εἶναι τέχνη τοῦ ζῆν, θεμέλιο τῆς εἰρήνης, ζωοποιός τρόπος, χαρίεσσα λαϊκότητα, συνοδοιπόρος τῆς διασκέδασης, τῆς τρυφερότητας, τῆς κραυγῆς, καταπραϋντικὸ τῆς μανίας καὶ τῆς πυρφόρας βούλησης τῆς ἥσυχης ζωῆς.
Ὁ χορὸς ἀποτολμᾶ νὰ κάνει τὸ ἀσυνείδητο συνείδηση, λοιδωρεῖ τὴν ἀκαμψία τῶν σωμάτων τὴν ὁποία ἐπιφέρει ὁ πολιτισμὸς τῆς πειθαρχίας, τῆς ἐργασίας· εἶναι ἐφαλτήριο γιὰ τὸ ἅλμα πρὸς τὴν αὐτογνωσία, ἀρκεῖ ὁ καθένας νὰ τὸν ἀποδεχτεῖ [νὰ τὸν ἐντάξει] στὴν κάθε μέρα του – τότε ἐξορίζεται ὁ βάρβαρος μηχανισμὸς τῆς βίας, οἱ ἐμφύλιοι.
Ὁ χορὸς ἐναντιώνεται στὴν ἀδιαφορία τῆς φύσης – καὶ τοῦ Σύμπαντος. Πυκνώνει τὴν ὁρμὴ γιὰ φτερούγισμα, εἶναι ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει ὁ νοῦς καὶ νὰ πεῖ ἡ γλώσσα. Εἶναι φῶς καὶ ρίγος – ἀδιαφορεῖ πλήρως γιὰ τὸν χριστιανισμό, γιὰ τοὺς θρησκευτικοὺς καὶ ἐμπορικοὺς πολέμους. Δὲν εἶναι παιγνίδι, εἶναι πολιτικὴ πράξη, ἀντίσταση στὴ λύπη ἀλλὰ καὶ στὴν ὁμοιοστασία, σὲ ὅ,τι δηλαδὴ γεννοῦν οἱ ἐξουσίες. Στὰ βουνά, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν χορό καὶ τὸν ἐμφύλιο, ὅλα ὑπακούουν σὲ μιὰ εὔθυμη διάθεση, σὲ ἕνα παιγνίδισμα, προϊόντα τῆς ἀνάγκης γιὰ ρίζες [γέννηση, κοινοτιστικὴ συνύπαρξη, ξαφνιάσματα παιδικά, ἀμπέλια, νερά, καρποὶ τῆς γῆς, ἀρώματα, χρώματα, γεύσεις, καὶ λοιπά].
Ὁ χορὸς καὶ ὁ ἐμφύλιος συνυπάρχουν. Ἐμφανίζονται καὶ ὡς ὑποστάσεις καὶ ὡς μεταφορές, καὶ ἂς συγκροτοῦνται –ἐδῶ– ἀπὸ φιλοπαίγμονα διάθεση· πῶς ἀλλιῶς; Τέλος, βάλλουν κατὰ τῆς ἑλληνικῆς ἀλγολαγνείας· ἡ χαρὰ νὰ νικήσει τὴ μιζέρια καὶ τοὺς ἐμφύλιους.